Είναι ένα ουζερί, σχεδόν διάσημο, στην πλατεία Βικτωρίας, που 36 συναπτά έτη σερβίρει οινοπνεύματα στο αδιέξοδο ενός πεζόδρομου. Ενός πεζόδρομου που αν γυρίσεις την πλάτη σου στην πλατεία, την πλάτη σου σε μια ζέουσα ζωή, πολύ όμορφος σου φαντάζει. Με τα δέντρα του τα φουντωμένα και την απουσία των αυτοκινήτων, κι εκείνες τις αρχόντισσες πολυκατοικίες του μεσοπολέμου και τις λίγο μεταγενέστερες με τις φαρδιές εισόδους και τα μεγάλα ανοίγματα που κρύβουν χίλιες και μία ιστορίες πίσω από τις γλάστρες και τα μισοκατεβασμένα ρολά. 

Και νομίζεις πως ξαφνικά έστριψες σ’ αυτόν τον πεζόδρομο με το ελπιδοφόρο όνομα στην ταμπέλα του και ανακάλυψες έναν μικρό παράδεισο, κι έτσι που αφήνεσαι απλωμένος στις καρέκλες και βουτάς το ψωμί στην μελιτζανοσαλάτα και καθαρίζεις με το χέρι ένα μπαρμπουνάκι, και τσουγκράς το ποτηράκι με τους υπόλοιπους μύστες, αυτής της «ξεχασμένης»  όασης στο μέσο ενός παράξενου καλοκαιριού, στο μέσο μιας περίεργης χρονιάς, ξορκίζοντας όλοι μαζί παντοιοτρόπως τον χειμώνα που καραδοκεί να μας κατασπαράξει, αυταπατάσαι ότι έκλεψες και λίγο από την ευτυχία που κυνηγάς. 

Κι εκεί εν μέσω σχεδίων διακοπών και βαθυστόχαστων πολιτικών αναλύσεων και χιλιοειπωμένων ιστοριών σεξ, στην μάχη πάνω από το τελευταίο καλαμαράκι, ακούγεται η φωνή της. Μια φωνή βαθιά, προαιώνια, βγαλμένη από τα σπλάχνα της ίδιας μας της ύπαρξης. Μια νέα γυναίκα, από κάποια υποσαχάρια χώρα της Αφρικής, με δέρμα μελαμψό και κρουστό και καμπύλες που ξεφεύγουν ατίθασα από την καλοκαιρινή της περιβολή, με χέρια αεικίνητα και μαλλιά που την τυλίγουν σαν φίδια γονιμότητας φωνάζει.  Όχι δεν φωνάζει, ουρλιάζει και καβγαδίζει σε μια γλώσσα ολοστρόγγυλη που κανείς μας δεν καταλαβαίνει λέξη, αλλά που μας εμπεριέχει όλους, γιατί υπήρξε πριν από μας. Και τσακώνεται ώρα τώρα με κάποιον στο φωτισμένο ισόγειο απέναντι μας, κι ο πεζόδρομος γίνεται το θέατρο ενός απολύτως ιδιωτικού δράματος. Και κρατάμε όλοι την αναπνοή μας έτσι που οι οκτάβες ανεβοκατεβαίνουν. Και κάποιος από μας λέει ότι του θυμίζουν την αρχή του «δυνατά-δυνατά». Και μπορεί και να είναι κι έτσι. Κι είναι η φωνή της μάνας, της ερωμένης, της αδελφής, της κόρης, άγρια με γρέζι και αισθησιασμό. Είναι μια φωνή που το DNA των κυττάρων μας την αναγνωρίζει και στέκεται μπροστά της προσοχή.

Μια Μαινάδα, μια Περσεφόνη, μια Μήδεια, μια Αντιγόνη με μαύρα στιλπνά μάτια και έξαλλα χέρια. Και περιμένουμε αγωνιωδώς ν’ ακούσουμε τον φόνο, αυτόν που προοικονομεί το έπος, αυτήν την πανάρχαια αιματηρή σύγκρουση αρσενικού-θηλυκού,  δύσης-ανατολής, απώλειας και πόθου. Κι εμείς, εκείνη και μόνο εκείνη την στιγμή, αθώοι του αίματος, αδημονούμε να γίνουμε εκούσιοι αυτήκοοι μάρτυρες μιας βιαιοπραγίας.

Κι ύστερα ένα μωρό που κλαίει και η εξώπορτα της πολυκατοικίας που ανοίγει για να εμφανιστεί αυτή η μαύρη γυαλιστερή, αισθησιακή Αφροδίτη-Γαία, που κάποτε μας γέννησε και τώρα απλώς αναχωρεί μιλώντας στο κινητό, από εκείνον τον πεζόδρομο, που είχαμε θεωρήσει ότι ήταν μια κάποια διαφυγή στην πλάτη της Πόλης μας. 

Λίγο αργότερα, όταν πια έχουν στραγγίξει τα καραφάκια, από την ίδια εξώπορτα αναδύονται ένα δίχρονο αγοράκι μ’ ένα βρακί που του πέφτει κι ένας πατέρας-τροφός, που το κρατάει από το χέρι και του εξιστορεί τις χίλιες και μία νύχτες της πατρίδας του σ’ αυτή την άκρως παρηγορητική γλώσσα που ποτέ δεν αναγνωρίσαμε. 

Είναι ένα ουζερί στην πλατεία Βικτωρίας, που ο ιδιοκτήτης του διατείνεται ότι ξέρει όλες τις ιστορίες του πεζόδρομου, κι εμείς πίζηλα και συνωμοτικά ενώ πληρώνουμε τον λογαριασμό, αλήθεια πολύ πιο φτηνά απ’ ότι μας λογιάζεται, κρύβουμε το γεγονός ότι ξέρουμε τις ιστορίες που λέει ο κόσμος γι’ αυτόν και για μας τους κατοίκους πέριξ της πλατείας, που ξαφνικά μια νύχτα του Ιουλίου, ενώ αναζητούσαμε έναν χαμένο και φιλικό παράδεισο, πέσαμε πάνω σε αυτό που περιγράφηκε κάποτε ως forza del destino.

 

Καλημέρα και καλή τύχη.

 

Η Μάρω Κακαβέλα είναι Μηχανολόγος Μηχανικός MSc και κάτοικος εξ απαλών ονύχων της περιοχής κάτω και πέριξ από την Ομόνοια.