Θα κλείσουν οι δρόμοι λένε, θα μείνει ο κόσμος μέσα, άλλοι λένε να κλείσουν τα παράθυρα, θα πουν ότι μυρίζει ο άερας, ότι άλλαξε η κατάσταση, θα πουν για συνομωσία και για πόλεμο, και άλλα πολλά θα πουν. Περπατώ δίπλα στο φράκτη του σχολείου. Το κουδούνι ακόμα χτυπά, εσύ στο απέναντι πεζοδρόμιο κρατάς απόσταση για να ‘μαστε σίγουροι, Ευτυχία. Στην αυλή του σχολείου είναι τρεις, φορούν άσπρες στολές και κρατούν μπουκάλες, έμβολα μακρυά, τους φωνάζω αν ψεκάζουν για κουνούπια ή για ακρίδες. Έχεις το χέρι σου τεντωμένο προς την πλευρά μου, μου υποσχέθηκες χεράκι-χεράκι φωνάζεις, σηκώνω κι εγώ το δικό μου, πάω κάτι να σου πω αλλά με πνίγει ο βήχας, τα μάτια μου είναι βαριά, κράτω το κεφάλι προς τα πίσω. Μια παρέα στα παγκάκια πίνει μπύρες, γελούν και το γέλιο τους πετάγεται βαρύ πάνω στην άσφαλτο, ταρακούνα τις τζαμαρίες των μαγαζιών, στο δρόμο δεν υπάρχει ψυχή, ένα σκυλί αλυχτά απ’ το πίσω τετράγωνο, ο γείτονας ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει σκάσε.

Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και σε ρωτάω αν κινδυνεύουμε. Μου κάνεις νόημα, Ευτυχία, φοράς τη μάσκα, πάψε μου λες, εδώ καλά δεν είμαστε; Κοιτάζω το δωμάτιο, παλιά δεν χώραγα σε αυτό, όμως τώρα δεν μπορώ να κάνω βήμα. Σκέφτομαι αν το δωμάτιο μεγάλωσε, λένε πώς όταν το ευχηθείς το σπίτι σου γίνεται παλάτι. Με κοιτάς με μάτια που λάμπουν, αλλά δεν υπόσχονται το μετά. Μου λες θα φέρω φαγητό. Μπορείς, σου λέω, η κουζίνα είναι μακρυά. Χάνεσαι στο διάδρομο. Ρίχνω ένα βλέφαρο απ’ το παράθυρο, στα μπαλκόνια γέροι κάνουν το σταυρό τους, φορούν μαύρα κοστούμια και από μέσα τις πιτζάμες. Κλείνω τα πατζούρια καλά, αύριο με στόκο θα κλείσω τις χαραμάδες. Σε περιμένω, Ευτυχία, να φέρεις το φαγητό, όμως αργείς. Στους δρόμους δεν περνούν τα αυτοκίνητα. Αναρωτιέμαι πιο παλιά για πού πήγαιναν. Είμαι στο κρεβάτι μας, Ευτυχία. Αν έρθεις κι εσύ, θα ‘ναι το κρεβάτι μας γεμάτο και ο χώρος γύρω του θα περισσεύει. Σκέφτομαι να νοικιάσουμε το δωμάτιο για πάρκιν στα αυτοκίνητα και να μην κυκλοφορούν τόσα πολλά. Θέλω να φωνάξω σε όλους αυτούς για πού πηγαίνουν, να τους πω να μείνουν μέσα, να αγκαλιαστούνε στο κρεβάτι. Όσο ακόμα υπάρχει χρόνος, γιατί ο χρόνος μας τελειώνει και ο χώρος μας είναι ήδη πολύς. Δεν χρειάζεται να τρέχουμε όπως συνηθίσαμε-
Περιμένω να φανείς στην πόρτα, Ευτυχία, και τα σκέφτομαι όλα αυτά.

Ο Γιώργος Πετράκης είναι χημικός-μηχανικός, συγγραφέας.