H αρνητική στάση του Γάλλου Προέδρου για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τρίτους ήταν αφενός μεν η, από πλευράς Γαλλίας, Δανίας και Ολλανδίας, διαπίστωση έλλειψης ικανοποιητικής προετοιμασίας των δύο βαλκανικών κρατών και αφετέρου η γαλλική θέση ότι προέχει η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι η διεύρυνση. Άλλοι επισημαίνουν ότι ο Γάλλος πρόεδρος,  με τη ματιά στην ανανέωση της θητείας του, αποσκοπεί να αποκομίσει εσωτερικά οφέλη, τη στιγμή που η ακραία Μαρίν Λεπέν αναφέρεται με έμφαση στην αλβανική μεταναστευτική ροή προς τη Γαλλία.

Η Βόρεια Μακεδονία συμβιβάστηκε στο θέμα της ονομασίας στηριζόμενη σε μια άγραφη υπόσχεση για την ευρωπαϊκή προοπτική της. Είχε αναγνώσει με αισιοδοξία τα μηνύματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που συνιστούσε την έναρξη των διαπραγματεύσεων.   Έτσι, μετά την ευφορία που ακολούθησε την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και τις θετικές εξελίξεις για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας  στο ΝΑΤΟ, οι αντιδράσεις στα Βαλκάνια και στην ΕΕ  πήραν υπολογίσιμες διαστάσεις. Με τον κ. Γιουνκέρ να στηλιτεύει το «ιστορικό λάθος» του κ. Μακρόν που έθεσε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της ΕΕ στα Βαλκάνια.

Τα Σκόπια βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Ο ενθουσιασμός από τα θετικά μηνύματα που εξέπεμπε η Δύση είχε, όπως φαίνεται, προσπεράσει την ήδη εκφρασθείσα επιφύλαξη μερικών ευρωπαϊκών κρατών για την πλήρωση των αυστηρών ενταξιακών κριτηρίων. Απότοκο των αντιρρήσεων ήταν η χρησιμοποίηση από τον κ. Ζάεφ της «λύσης» των εκλογών. Με τον αρχηγό του εθνικιστικού VMRO-DPMNE  να θέτει υπό αμφισβήτηση τη Συμφωνία των Πρεσπών! Αν και μια τέτοια εξέλιξη δεν φαίνεται πιθανή, ένας δυνάμει αρνητισμός αρχίζει να σημειώνεται στη βόρεια γειτονιά μας, όπου εθνικιστικά στοιχεία βρίσκουν την ευκαιρία  πολιτικής  ανάκαμψης, εκμεταλλευόμενα το θυμικό των ψηφοφόρων.

Πέρα από τα λεγόμενα για το «αδιατάρακτο» της Συμφωνίας των Πρεσπών, υπάρχουν στοιχεία που  ενισχύουν τη θέση ότι είναι απαραίτητη για τις δύο χώρες που την υπέγραψαν. Και αυτό δεν λέγεται μόνο από εκείνους που είχαν υποστηρίξει την υπογραφή της αλλά και από τη σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας που, αν και αντίθετη σε πολλές από τις προβλέψεις της Συμφωνίας, δηλώνει ότι θα τιμήσει την ελληνική υπογραφή.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης της η Ελλάδα είχε βρεθεί «κατηγορούμενη» από πολλούς. Και ήταν αδύναμη να αρθρώσει λόγο που θα ακουγόταν τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Με όλους τους κινδύνους που κάτι τέτοιο συνεπαγόταν. Όμως τρίτοι λειτούργησαν θετικά, στήριξαν την Αθήνα και συνέτειναν στη μη περαιτέρω απομάκρυνσή της από το διεθνές σκηνικό. Οι σχέσεις της Ελλάδας με  τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία αποτέλεσαν σημαντική δύναμη άνωσης. Και σε αυτό το θετικό στοιχείο προστέθηκε η αλματώδης βελτίωση των σχέσεων της χώρας μας με το Ισραήλ, που συνδυάστηκε με την ύφανση ενός σημαντικού, για τη σταθερότητα και την ασφάλεια, πλέγματος τριμερών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα άρχισε να ορθοποδεί  και να έχει σοβαρούς υποστηρικτές, οι οποίοι είδαν πως εξυπηρετούνταν και τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή.

Σε αυτά τα βήματα ήρθε να προστεθεί η Συμφωνία των Πρεσπών, που έθεσε τέλος σε μια τριαντάχρονη εκκρεμότητα στα Βαλκάνια, για τα οποία η Δύση προέβαλλε την ανάγκη παγίωσης της σταθερότητας. Η Ελλάδα εισέπραξε εύσημα, η θέση της στην περιοχή αναβαθμίστηκε, άρχισε να συμμετέχει στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι και να στρέφεται ξανά και προς τα Βαλκάνια. Με σοβαρή προοπτική να ανακτήσει τη θέση που είχε σε αυτά πριν από δύο δεκαετίες.

Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών εντάσσεται η Συμφωνία των Πρεσπών. Ένα κείμενο τα άρθρα του οποίου αναλύθηκαν, εκθειάστηκαν, υπέστησαν σφοδρή κριτική για σοβαρές ατέλειες αλλά και παρερμηνεύθηκαν για διάφορους λόγους. Άσχετα πάντως από τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα ή το πάγωμα της Συμφωνίας, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι αυτή αποτελεί τμήμα μιας σημαντικής προσπάθειας της Ελλάδας να ανακτήσει χαμένες ευκαιρίες και να βρεθεί εκεί όπου η ίδια επιθυμεί να είναι, στο προσκήνιο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης της Δύσης εξαρτάται από την τήρηση των επιλογών της Αθήνας. Ο σεβασμός των συμπεφωνημένων θα δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στα Βαλκάνια και θα απομακρύνει τη δυσπιστία που τα κατατρύχει. Γι’ αυτό και η Ελλάδα οφείλει να ξεκινήσει μια προσπάθεια ενθάρρυνσης των βόρειων γειτόνων της να μην απομακρυνθούν από τον ευρωπαϊκό στόχο τους. Ήδη, από την άλλη πλευρά της Αδριατικής, η Ιταλία έσπευσε να τείνει χείρα βοηθείας στον κ. Ζάεφ. Αυτό πρέπει να κάνει άμεσα η Αθήνα, αν όντως θέλει να είναι υπολογίσιμος παίκτης στην περιοχή. Και παράλληλα να στραφεί προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με πρώτη το Παρίσι, παραθέτοντας τα ισχυρά επιχειρήματά της. Ο Πρόεδρος Μακρόν μπορεί να απογοήτευσε τα Τίρανα και τα Σκόπια, έχει όμως δώσει σοβαρά δείγματα ευρύνοιας και ικανότητας προσαρμογής. Εκπροσωπεί μια χώρα που μπορεί να προσφέρει πολλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αν η Αθήνα του μιλήσει συγκροτημένα, είναι πιθανό να την ακούσει. Μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μεσολαβεί αρκετός χρόνος. Και μέσα σε αυτόν πολλά μπορεί να γίνουν στο Παρίσι, τη  Χάγη και την Κοπεγχάγη.

Πηγή: Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών 

Ο Γιώργος Κακλίκης είναι Πρέσβης επί τιμή.