Θυμάμαι την ταινία «Το ρεπό» του Βασίλη Βαφέα που περιέγραφε την Ελλάδα του 1981 ― μια κάθε άλλο παρά «κανονική» χώρα. Αλλά, από το 1981 πήραμε, εμείς οι αργοκίνητοι, τον δρόμο της κανονικότητας. Κανονικότητα σήμαινε, εκτός από τα προφανή ―δίκαιο κοινωνικό συμβόλαιο, τήρηση των νόμων, σεβασμό στους θεσμούς, ειρηνόφιλη στάση μέσα στον κόσμο― την παραίτησή μας από τα υπολείμματα της καθυστέρησης και της βαλκανικότητας. Όπως, για παράδειγμα, το να μην πλακωνόμαστε στο ξύλο για το ποιος θα χρησιμοποιήσει πρώτος το τηλέφωνο «για το κοινό»: στην εποχή του «Ρεπό» δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα· μπορούσες να τηλεφωνήσεις από κερματοδέκτη ή από απλή τηλεφωνική συσκευή στο περίπτερο. Καμιά φορά, περιμένοντας να τηλεφωνήσουν, ο Έλληνες πιάνονταν στα χέρια: Εγώ ήμουν πρώτος· Όχι εγώ ήμουν πρώτος.Θα σου φέρω μια να δεις αστράκια. Αν θυμηθούμε τι συνέβαινε στη δημόσια ζωή ακόμα παλιότερα, το πράγμα αρχίζει να φαίνεται σουρεάλ ― όχι χαριτωμένο σουρεάλ όπως αποτυπώνεται στις κινηματογραφικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60. Ή ίσως περίπου όπως αποτυπώνεται ―οι άνθρωποι αλληλοβρίζονται με το παραμικρό, οι άνδρες χαστουκίζουν τις γυναίκες, οι γάμοι γίνονται με συνοικέσια― αλλά, ως θεατές του σήμερα, δεν παίρνουμε αυτές τις εικόνες τοις μετρητοίς. Το έχω γράψει πολλές φορές: ο παλιός καλός καιρός ποτέ δεν υπήρξε· ζούσαμε στα βάθη του πολιτισμού και ήμασταν ένα απέραντο φρενοκομείο· έχουμε διανύσει μακρύ δρόμο.

Πάμε τώρα παρακάτω. Τι κάνουν οι «κανονικές» χώρες και πώς να βρούμε τη θέση μας ανάμεσά τους; Μια θέση που να ταιριάζει στην ιστορία μας, στις γεωγραφικές μας συντεταγμένες, στο μέγεθός μας, στα ισχυρά μας σημεία, στις αδυναμίες μας και στις απειλές που αντιμετωπίζουμε;

Τον παλιό καιρό, περισσότερο απ’ όσο συμβαίνει σήμερα, όταν ένας τροχονόμος έκοβε κλήση σε Έλληνα οδηγό που είχε παρανομήσει, ο οδηγός δεν αντιδρούσε «κανονικά»: είτε γινόταν έξαλλος, είτε τηλεφωνούσε σε φιλαράκι του στην Τροχαία να του σβήσει την κλήση. Είτε και τα δύο φυσικά ― Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Και πράγματι, κάπως έτσι αντιδράσαμε το 2011 όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση μάς έκοψε κλήση: η λυπητερή δεν μας φάνηκε μόνο λυπητερή· μας φάνηκε απαράδεκτη. Τον παλιότερο καιρό μάς φαίνονταν απαράδεκτοι ακόμα και οι φόροι ―γι’ αυτό γίναμε οι περιβόητοι φοροφυγάδες που γίναμε― αλλά, περιέργως, δεν μας φαινόταν απαράδεκτος ούτε ο αυταρχισμός, ούτε ο συμπλεγματικός μας εθνικισμός, ούτε τα οθωμανικά ήθη, ούτε η χωριατιά μας. Οι Έλληνες σπρώχνονταν στην ουρά της στάσης του λεωφορείου, μούτζωναν ο ένας τον άλλον στην εθνική οδό, παρενοχλούσαν τις γυναίκες στον δρόμο και στους χώρους εργασίας, κάπνιζαν πάνω από την κούνια των παιδιών τους ― ας αρχίσουμε λοιπόν από την επανόρθωση αυτής της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που δεν χαρακτηρίζει τις «κανονικές» χώρες και που κάνει μαρτύριο τη συμβίωση ακόμα και στον μικρό μας παράδεισο.

Η ζωή μιας κανονικής χώρας είναι σχετικά προβλέψιμη, σταθερή και ασφαλής. Αλλά βεβαίως, δεν λείπουν οι ταραχές από τη ζωή των χωρών, όπως δεν λείπουν από τη ζωή των ατόμων. Τι κάνει μια κανονική χώρα που δεν μπορεί να κάνει μια μη κανονική; Διορθώνει και αναθεωρεί. Το στοίχημα δεν είναι να βαδίζουμε με ένα σταθερό σχέδιο, αλλά με έναν επαναλαμβανόμενο σχεδιασμό ― μια διαδικασία που να προσαρμόζεται στις συνθήκες. Τα συντάγματα των χωρών είναι οι θεμελιώδεις νόμοι βάσει των οποίων διαμορφώνονται όλοι οι άλλοι νόμοι ― κι όμως αναθεωρούνται. Ακόμη και το παλιό και παρωχημένο αμερικανικό σύνταγμα έχει αναθεωρηθεί 27 φορές από το 1787. Η διορθωτική ικανότητα είναι το θεμέλιο κάθε ευνομούμενης δημοκρατίας ― αυτός είναι ένας από τους λόγους που τα δόγματα είναι γελοία και καταστροφικά. Η δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα που έχει ενσωματώσει διορθωτικό μηχανισμό.

Χωρίς σταθερότητα και ασφάλεια δεν μπορούμε να μιλάμε για κανονικότητα. Όσο πιο βαρετή είναι μια χώρα, όσο πιο uneventful, τόσο καλύτερα τα καταφέρνει. Προϋποθέσεις: καλές σχέσεις με αγαθές δυνάμεις (π.χ. την Ευρωπαϊκή Ένωση), ανοχή και αντοχή έναντι των δόλιων δυνάμεων (π.χ. την Τουρκία) και οικονομική δραστηριότητα μέσα σε έναν κύκλο ικανοτήτων που πρέπει να ορίσει. Σε τι είμαστε καλοί εκτός από τον τουρισμό; Μια κανονική χώρα δεν είναι καλή μόνο σε ένα πράγμα και δεν περιορίζεται σε κάτι που εξαρτάται από φυσικούς παράγοντες ή από την παράδοση. Η καλοκαιρία και τα ερείπια μάς έχουν δοθεί· δεν είναι δικό μας έργο: την καλοκαιρία δεν μπορούμε να την επηρεάσουμε, μπορούμε όμως να επηρεάσουμε την ιστορική μας κληρονομιά, τα ερείπια. Παραλλήλως, το να βγούμε από τον κύκλο των ικανοτήτων μας, να ασχοληθούμε π.χ. με τη διαστημική τεχνολογία, ακούγεται κάπως τρελό· μη κανονικό.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό κανονικότητας είναι η αξιοπρέπεια και όχι ο αυτο-οικτισμός, ο οποίος, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο χειρότερος ήταν. Το συλλογικό συναίσθημα και η συμπεριφορά του επιθετικού θύματος μάς τραβούσαν προς τον πάτο. Παγιδευμένοι καθώς ήμασταν σ’ αυτόν τον ρόλο, γίναμε κατά καιρούς παρανοϊκοί: όλη η ανθρωπότητα, ακόμα και το σύμπαν, συνωμοτούσαν εναντίον μας. Αν ένας άνθρωπος μπει σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο οι άλλοι αρχίζουν σιγά-σιγά να απομακρύνονται, να τον αποφεύγουν. Μπορεί να συμβεί και στις χώρες. Γίναμε δακτυλοδεικτούμενοι. Ποιο είναι το νόημα του να είναι κανείς δυστυχισμένος επειδή κάποτε ήταν δυστυχισμένος; Τα παράπονα είναι χάσιμο χρόνου και η αυτολύπηση είναι διπλά αντιπαραγωγική: πρώτον, δεν κάνουμε τίποτα για να ξεπεράσουμε τη δυστυχία μας και δεύτερον, την εντείνουμε με την αυτοκαταστροφικότητά μας. Μαθαίνω ότι στο σχολείο της Κιμώλου επικρατεί απελπιστική κατάσταση· ένας δάσκαλος προσπαθεί να διδάξει σε έξι τάξεις. Τι έκαναν οι γονείς των παιδιών για να πιέσουν το υπουργείο να στείλει δασκάλους; Αποφάσισαν να μη στείλουν τα παιδιά τους στο μάθημα. Μη κανονική συμπεριφορά. Ποια θα ήταν η κανονική; Μαζί με το αίτημα στο υπουργείο, όποιος κάτοικος της Κιμώλου ξέρει πέντε γράμματα να αναλάβει την πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού. Ώσπου να δούμε πώς θα λύσουμε το πρόβλημα.

Ο αυτο-οικτιρμός συνδέεται με τον κρυφό φθόνο. Φθονούμε τις «κανονικές» χώρες αλλά δεν το παραδεχόμαστε: ό,τι δεν φτάνει η αλεπού κτλ. Γίναμε μέλος μιας ομότιμης ομάδας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να νιώθουμε ίσοι και χωρίς να διαθέτουμε την όρεξη και την αξιοπρέπεια να βελτιώσουμε τη θέση μας και τον εαυτό μας παίρνοντας τη βοήθεια που μας αντιστοιχεί. Εκμεταλλευτήκαμε αυτή τη βοήθεια, δεν την αξιοποιήσαμε ― κι όταν άρχισαν να συσσωρεύονται τα προβλήματα κάναμε ότι δεν τα βλέπαμε.

Μια «κανονική» χώρα αποφεύγει τα προβλήματα προτού χρειαστεί να τα λύσει. Οι μισές επιτυχίες μας οφείλονται στην πρόληψη: στο ότι στρίβουμε το τιμόνι προτού συγκρουστούμε με το άλλο όχημα. Το ζήτημα είναι να μετριάζουμε τις καταστροφές αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα χωρίς χρονοτριβή. Όσα είναι προβλέψιμα μπορούν να αποφευχθούν ευκολότερα από το να επιλυθούν ― όπως συμβαίνει με τις ασθένειες.

Την κανονικότητα εμποδίζουν οι «κομματικές απόψεις» που είναι πολύ διαδεδομένες στην Ελλάδα και αποτελούν στοιχείο μιας γενικότερης καθήλωσης. Οι «κομματικές απόψεις» δεν περιορίζονται σε μεμονωμένα θέματα, αλλά συνθέτουν ολόκληρη εικόνα για τον κόσμο· παρουσιάζονται σαν ιδεολογίες και προσφέρουν λύσεις σε δέσμες, σε πακέτα. Όλοι οι λαοί σε κάποια φάση της ιστορίας τους έλκονται από ιδεολογίες: το ότι οι ιδεολογίες δεν επιδέχονται αντιρρήσεις φαίνεται πλεονέκτημα· όταν είμαστε ανώριμοι ατομικά και συλλογικά, το να κατέχουμε μια ισχυρή θεωρία που να δικαιώνεται ξανά και ξανά δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας. Σε κανονικές χώρες πρυτανεύει η λογική· το πρακτικό πνεύμα· όχι οι ιδεολογίες.

Αναρωτιέμαι αν ένας σημερινός νέος αναγνωρίζει την Ελλάδα σε μια ταινία σαν το «Ρεπό» – ελπίζω πως όχι. Αναρωτιέμαι επίσης αν η κρίση, η νίλα, που περάσαμε (και περνάμε, κάπως πιο εύθυμα) θα συμβάλει στην κανονικότητα. Ο Chuck Lorre, παραφράζοντας τη γνωστή φράση  του Νίτσε «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό», γράφει: What does not kill me does not make me better; it makes me bitter. Mένει να αποδειχθεί αν η κρίση μάς έκανε δυνατότερους ή πιο πικρόχολους.

Πηγή: AthensVoice

Η Σώτη Τριαντάφυλλου είναι συγγραφέας-ιστορικός. [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]