Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Διαβάσαμε ότι σε αρκετά από τα εξεταζόμενα μαθήματα η βαθμολογία ήταν, για την πλειοψηφία των μαθητών και μαθητριών, κάτω από τη βάση. Το ίδιο φαινόμενο έχει επαναληφθεί τόσες φορές τις τελευταίες δεκαετίες που δυστυχώς δεν εντυπωσιάζει. Θεωρείται σχεδόν φυσικό κάθε χρονιά τα θέματα σε κάποιο ή κάποια μαθήματα να είναι τόσο «εξωπραγματικά», ώστε η συντριπτική πλειοψηφία της γ’ λυκείου να αποτυγχάνει παταγωδώς! Θα αφήσω ασχολίαστο σε αυτό το σημείωμα την εγκληματική συμπεριφορά μας, ημών των ενηλίκων, απέναντι στα Ελληνόπουλα, τα οποία εξαντλούμε με φροντιστήρια και ιδιαίτερα, στα οποία φορτώνουμε συνειδητά ή όχι τα άγχη και τις προσδοκίες μας, από τα οποία στερούμε μια φυσιολογική εφηβική ηλικία για το ιερό δισκοπότηρο μιας θέσης σε ελληνικό ΑΕΙ και ενώ έχουν υποβληθεί σε όλα αυτά τα βασανιστήρια, αναλαμβάνει μια επιτροπή εξετάσεων, με τα θέματα που επιλέγει, να τους ή τις φορτώσει, ως απαύγασμα αυτής της προσπάθειας, την αίσθηση αναξιοσύνης και αποτυχίας!
Ο αριθμός των θέσεων στην τριτοβάθμια είναι συγκεκριμένος. Το υπουργείο Παιδείας, ούτε καν τα ίδια τα τριτοβάθμια ιδρύματα, ορίζει τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε σχολή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είτε γράψουν όλοι από δεκαπέντε και πάνω, είτε γράψουν μεταξύ δέκα ή χαμηλότερα και δεκαπέντε, οι θέσεις θα καλυφθούν. Θα ήταν διαφορετικά αν υπήρχε βάση ένταξης. Αν έλεγε, για παράδειγμα, το μαθηματικό κάποιου πανεπιστημίου ότι δέχεται υποψήφιους με, εκτός των άλλων προσόντων και επιδόσεων, βαθμολογία στις εξετάσεις του μαθήματος των μαθηματικών από χ και πάνω! Σε τέτοια περίπτωση τα δύσκολα θέματα θα ξεκαθάριζαν την ποιότητα των υποψηφίων, αλλά φυσικά θα κινδύνευαν θέσεις να μείνουν ακάλυπτες. Η επιλογή, λοιπόν, δυσανάλογα δύσκολων θεμάτων δεν έχει νόημα σε αυτές τις συνθήκες.
Υποθέτουμε με καλή πίστη, επίσης, ότι η επιτροπή θεμάτων δεν αποτελείται από υπερφίαλους επιστήμονες, εκπαιδευτικούς που προσπαθούν με την επιλογή δυσνόητων και αξιοπερίεργων ερωτήσεων να αποδείξουν τη δική τους επιστημονική ανωτερότητα έναντι των δεκαοκτάχρονων μαθητριών και μαθητών λυκείου. Ούτε ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν «αστικούς μύθους» για φροντιστήρια και καθηγητές ιδιαιτέρων που «πιάνουν τα θέματα». Είναι λοιπόν τόσο αποκομμένοι από την εκπαιδευτική πραγματικότητα; Πάλι δε βγάζει νόημα καθώς οι άνθρωποι αυτοί είναι μέρος της εκπαιδευτικής καθημερινότητας.
Όσο και αν δεν μας αρέσει, η επιλογή τόσο εξωφρενικών θεμάτων, η οποία συνεχίζεται διαχρονικά γιατί κανένας δεν έβαλε τέλος, οδηγεί στην εξουθένωση των μαθητών και την οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών τους, ενισχύοντας την παράλληλη φροντιστηριακή εκπαίδευση και φυσικά σε ένα βαθμό και την παραοικονομία, απαξιώνοντας ταυτόχρονα το σχολείο.
Η πραγματική ελπίδα κάθε χώρας είναι τα παιδιά της. Εμείς στην Ελλάδα τα θυσιάζουμε στον βωμό του κέρδους και της μικροπολιτικής. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Όταν αποτυγχάνει το 65% των διαγωνιζομένων η αποτυχία είναι του εκπαιδευτικού συστήματος και μόνο.
Πηγή: ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι Σχολική Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.