Τριανταπέντε χρόνια μετά είναι όλα ίδια. Η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του δημόσιου σχολείου, τα κρεμασμένα σημαιάκια, τα προκάτ μηνύματα υπουργών και δημάρχων για το μεγαλείο της ελληνικής φυλής και τη μοναδικότητα του αγώνα στη χιονισμένη Πίνδο. Η γιορτή του δημοτικού της Άλκηστης είναι ένα αντίγραφο της γιορτής των γονιών της. Φεύγουμε όλοι ευτυχείς και συγκινημένοι, κρεμούμε τις σημαίες στα μπαλκόνια μας, ανταλλάσσουμε άκαιρες ευχές για «χρόνια πολλά» και φουσκώνουμε από υπερηφάνεια για την (αμφισβητούμενη ως προς την πηγή της) δήλωση του Τσώρτσιλ για τους «ήρωες που πολεμούν σαν Έλληνες». Και μένουμε για έναν ακόμα χρόνο κλεισμένοι μέσα στη γυάλινη σφαίρα της αναπαραγόμενης ιδιαιτερότητάς μας. Καμία λέξη ή σκέψη για την τραγικότητα της φυγής ενός άνδρα στο πολεμικό μέτωπο, για την παραφροσύνη -αλλά και την πειθώ- του ολοκληρωτισμού, για το πανανθρώπινο πένθος του Ολοκαυτώματος. Ωσάν ο πόλεμος να είναι χαρά. Ωσάν οι φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκέντρωσης να μην είχαν ιδεολογική έμπνευση. Ωσάν να μην υπήρχαν άλλοι νεκροί πέρα από τους Έλληνες Χριστιανούς.
Οι μισές αλήθειες μάς αρκούν γιατί συντηρούν την εθνική αυτό-εικόνα μας ως του γενναίου θύματος, ίσως μάλιστα του μοναδικού θύματος της παγκόσμιας ιστορίας. Οι ολόκληρες, από την άλλη, αλήθειες θα έθιγαν την εικόνα του ενωμένου και αλάνθαστου έθνους που αποτελεί τη μόνιμη επωδό όλων των κλισέ μηνυμάτων πολιτικών ανδρών και γυναικών για την αξία της επετείου. Για αυτό και η Άλκηστις δε θα ακούσει, όπως και οι γονείς της ποτέ δεν άκουσαν, σε κανένα σχολείο για τον πόνο των ανθρώπων που χάνουν μέλος της οικογένειάς τους -ακόμα και αν είναι για την πατρίδα, ούτε θα ακούσουν ποτέ για τον δοσιλογισμό ή τη δράση της μεταξικής νεολαίας, ούτε για την εξόντωση των 45.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Και βέβαια δε θα ακούσουν ποτέ για το έθνος που διχάστηκε πριν καν ακόμα απελευθερωθεί και φυσικά για τις συνέπειές του Εμφυλίου Πολέμου.
Κάθε εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου που περνά είναι μια ακόμα χαμένη ευκαιρία πολιτικής συνειδητοποίησής μας. Γενιές και γενιές πολιτών αυτής της χώρας χάνουν την ευκαιρία να μισήσουν τον πόλεμο, να μισήσουν τον ναζισμό, αλλά και κάθε άλλη ιδεολογική ακρότητα, να μισήσουν τον αντί-σημιτισμό. Αυτή θα ήταν η ουσιαστική αξία της ημέρας. Όμως δε χάνουμε απλώς μια ευκαιρία. Βυθισμένοι στους στίχους του εθνικού ύμνου μας και εντυπωσιασμένοι από την πυγμή των στρατιωτικών δυνάμενων που παρελαύνουν, χάνουμε τελικά και την ίδια την αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στον πόλεμο με χαμόγελο. Ο ναζισμός δεν είναι μια οποιαδήποτε ιδεολογία. Οι Εβραίοι δεν έφταιγαν για τον τρόπο που πέθαναν. Τελικά όχι απλώς συζητούμε τις μισές αλήθειες, αλλά εθίζουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα ψέματα για την «κανονικότητα». Του πολέμου. Του ολοκληρωτισμού. Της ανισότητας των εθνών.
Πηγή: Νέα Σελίδα
* O Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]