Όταν το 1969 φοιτητές κατέλαβαν το περίφημο Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας (ΙΚΕ) στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, ο Τέοντορ Αντόρνο, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, καθηγητής στο ΙΚΕ, κάλεσε την αστυνομία – οι καταληψίες τον εμπόδιζαν να εργασθεί στο γραφείο του. Οι εξτρεμιστές φοιτητές δεν του το συγχώρεσαν. Με ενίοτε εξευτελιστικά μέσα παρεμπόδιζαν έκτοτε τις διαλέξεις του (μια φοιτήτρια λ.χ. ξεγύμνωσε τα στήθη της μπροστά του), σε σημείο που ο Αντόρνο, σε επιστολή του στον Χέρμπερτ Μαρκούζε, να εκφράσει τον φόβο ότι το φοιτητικό κίνημα θα εκφυλιζόταν σε φασιστικό.
Η κατάληψη του ΙΚΕ εμπεριείχε μια βαθιά ειρωνεία: το φιλοσοφικό έργο των καθηγητών του –ιδιαίτερα του Χορκχάιμερ, του Αντόρνο και του Μαρκούζε– είχε θέσει τις βάσεις για μια στιβαρή αμφισβήτηση κεντρικών αξιών του ώριμου καπιταλισμού και τη διαμόρφωση της κριτικής θεωρίας. Ο Αντόρνο, λ.χ., είχε διατυπώσει μια διεισδυτική κριτική της αισθητικής εμπειρίας στη μαζική καταναλωτική κοινωνία και διερεύνησε πρωτότυπα την αυταρχική προσωπικότητα και τις προϋποθέσεις της κριτικής σκέψης. Η κατάληψη του ΙΚΕ από ριζοσπαστικοποιημένους φοιτητές παρεμπόδιζε τη λειτουργία του κατ’ εξοχήν παραγωγού ριζοσπαστικών ιδεών!
Η ελεύθερη διακίνηση ιδεών σε ένα πανεπιστήμιο συμβαδίζει με την ελεύθερη παραγωγή τους. Η παραγωγή πρωτότυπων ιδεών προϋποθέτει ένα εύρυθμο, υψηλής εμπιστοσύνης, και ελεύθερο από αυταρχικές παρεμβάσεις πανεπιστήμιο. Για να παράγεται ρηξικέλευθη σκέψη, όπως αυτή των φιλοσόφων του ΙΚΕ, το πανεπιστήμιο πρέπει να λειτουργεί καλά – οι ακαδημαϊκές ρουτίνες και διαδικασίες να εφαρμόζονται, οι καθηγητές και φοιτητές να είναι αφοσιωμένοι στο έργο τους, η κουλτούρα αριστείας να κυριαρχεί. Η αυτονόητη κανονικότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για να ανταποκρίνεται επάξια στην αποστολή του –να τείνει στην αριστεία– ένας ακαδημαϊκός οργανισμός. Ο ρηξικέλευθος στοχαστής Αντόρνο το γνώριζε, ο «αριστερός» βουλευτής Πολάκης, που θα ’πρεπε να μάχεται για ποιοτικά συλλογικά αγαθά, όχι.
Επικρίνοντας την κυβέρνηση για την κατάργηση του νόμου περί πανεπιστημιακού ασύλου, ο κ. Πολάκης εξήρε στη Βουλή το πανεπιστήμιο ως «χώρο αντιπαράθεσης ιδεών». Παρέλειψε να διερωτηθεί για δύο θεμελιώδη θέματα.
Πρώτον, τι προϋποθέσεις απαιτούνται για να παράγει (όχι μόνο να διακινεί) ιδέες ένας ποιοτικός ακαδημαϊκός οργανισμός; Αν παρατηρούσε τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, θα έβλεπε ότι η παραγωγή πρωτότυπων ή ριζοσπαστικών ιδεών απαιτεί συστηματική εργασία, στέρεη ακαδημαϊκή ρουτίνα, και γόνιμο και συνεργατικό διανοητικό κλίμα, όχι επικίνδυνο εργασιακό περιβάλλον καταλήψεων, τραμπουκισμών, βανδαλισμών, και γενικώς ποινικά κολάσιμων πράξεων. Δεύτερον, πώς προστατεύεται η αντιπαράθεση ιδεών από αυτούς που θεωρούν ότι οι αντίπαλες ιδέες είναι τόσο αυτονόητα επιζήμιες που δεν πρέπει να εκτίθενται δημοσίως; Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία προστασία. Αν μια ομάδα αντιτίθεται στις απόψεις ενός ομιλητή, είναι σε θέση να ακυρώσει βιαίως και ατιμωρητί τη δημόσια εκφορά τους. Η ακαταπόνητη καθηγήτρια Ιστορίας κ. Μαρία Ευθυμίου θα είχε πολλές εμπειρίες να μας αφηγηθεί.
Τεράστια προβλήματα
Οσοι αντιδρούν στην κατάργηση του νόμου περί πανεπιστημιακού ασύλου, δεν βλέπουν τα τεράστια προβλήματα που επέφερε η μέχρι τώρα εφαρμογή του; Τι ακριβώς υπερασπίζονται; Η εξέταση των επιχειρημάτων τους αποκαλύπτει έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης – αυτόν που ο νομπελίστας Πολωνός λογοτέχνης Τσέσλαβ Μίλος ονόμασε, στο ομώνυμο βιβλίο του, «αιχμάλωτη σκέψη» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος).
Ο Μίλος περιέγραψε τις αυταπάτες των διανοουμένων, οι οποίοι, ελκυόμενοι από σωτηριολογικές ιδεολογίες, προσχωρούν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι ιδεολογικοί τους φακοί, παρατηρεί, στρεβλώνουν την πραγματικότητα: αρνούνται τη συχνά φρικτή εμπειρία χάριν της προστασίας του δόγματος. Η αιχμάλωτη σκέψη επιτρέπει στο άτομο να προσποιείται ότι σκέφτεται ελεύθερα ενώ αναμασά την επίσημη προπαγάνδα. Πώς το πετυχαίνει; Θυμίζοντας στον εαυτό του τον «υπέρτατο σκοπό», υιοθετώντας επιλεκτική στάση στην εμπειρική πραγματικότητα, και εκλογικεύοντας οτιδήποτε δυσάρεστο απειλεί την ιδεολογία του. Αν και στην αρχετυπική της μορφή η αιχμάλωτη σκέψη ευδοκιμεί στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, συναντάται ευρύτερα – οποτεδήποτε οι άνθρωποι αποφεύγουν τη στοχαστική σκέψη γιατί αρνούνται να ζήσουν με τις συνέπειες στις οποίες θα τους οδηγούσε αν την ασκούσαν.
Οι διακόσιοι πανεπιστημιακοί που υπέγραψαν την ανακοίνωση κατά της κατάργησης του ασύλου αναγνωρίζουν «ζητήματα παραβατικών συμπεριφορών», αλλά τα υποβαθμίζουν και τα εκλογικεύουν. Πρώτον, τα περιορίζουν σε θέματα τύπου «διακίνησης ναρκωτικών» και «επιθέσεων». Οι καταλήψεις κτιρίων; Η βίαιη ακύρωση μαθημάτων; Η διάλυση συνεδριάσεων συλλογικών οργάνων; Αποσιωπώνται. Δεύτερον, επιδίδονται σε μοιρολατρία. Παραβατικά φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται με την κατάργηση του ασύλου, ισχυρίζονται. Σοβαρά; Γνωρίζουμε από έρευνες ότι καλύτερη αστυνόμευση μειώνει την εγκληματικότητα, και αντιστρόφως. Τρίτον, προσφεύγουν στη μαγική –αυτοεπικυρούμενη– σκέψη. Φαντασιώνονται μια ιδεώδη πανεπιστημιακή πολιτεία στην οποία, εξ ορισμού, δεν θα υπάρχει παραβατικότητα. «Ασφαλή πανεπιστήμια είναι τα ζωντανά πανεπιστήμια», λένε. Γιατί; Η εμπειρία είναι ανάμεικτη: όπου υπάρχει «ζωντανή» κοινότητα ανθρώπων, υπάρχει συνήθως και παραβατικότητα.
Για τους ανοιχτόμυαλους πολίτες, η εμπειρία της μακροχρόνιας εφαρμογής των νόμων περί πανεπιστημιακού ασύλου επιβεβαιώνει την αρχή της κοινωνικής εντροπίας: όταν ένα κοινωνικό σύστημα δεν διοικείται με βάση καθορισμένους κανόνες και την αξιόπιστη απειλή κυρώσεων που συνεπάγεται η παραβίασή τους, η θεσμική λειτουργία του εκφυλίζεται και τείνει να κυριαρχείται από τους ισχυρούς παίκτες που ανεξέλεγκτα δρουν στο εσωτερικό του. Αυτό συνέβη στα ελληνικά πανεπιστήμια, εδώ και μισόν αιώνα σχεδόν.
Οχι βάσει σχεδίου, είναι αλήθεια. Ο νομοθέτης, το 1982, θέλησε να προστατεύσει την ακαδημαϊκή ελευθερία από τον κρατικό αυταρχισμό – ανταποκρίθηκε σε μια εύλογη, στην τότε ιστορική συγκυρία, ανάγκη. Η απρόθετη συνέπεια, όμως, ήταν η μετατροπή των πανεπιστημίων σε χώρους περιορισμένης ισχύος του νόμου και, άρα, επώασης συνθηκών θεσμικού εκφυλισμού. Η μη αναγνώριση των απρόθετων συνεπειών συνιστά δείγμα σκέψης αιχμάλωτης σε ιδέες που, στον ιστορικό χρόνο, μετατράπηκαν σε ξύλινη ιδεολογία – μια τοτεμική κατασκευή που υποκαθιστά την εμπειρία. Καιρός να ωριμάσουμε.
Πηγή: Η Καθημερινή
O Xαρίδημος Τσούκας είναι Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Δημόσιας Διοίκησης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Δοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου, και Διακεκριμένος Ερευνητής Καθηγητής Οργανωσιακών Σπουδών στο University of Warwick της Βρετανίας.