ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η εξέταση των απόψεων των γυναικών μελών ΔΕΠ του πανεπιστημίου Πατρών σχετικά με τους παράγοντες που τις ώθησαν να ακολουθήσουν το ακαδημαϊκό επάγγελμα, όπως και των δυσκολιών που αυτές αντιμετωπίζουν στο εν λόγω πανεπιστημιακό πεδίο κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Είναι μια ποιοτική προσέγγιση. Τα ερευνητικά υποκείμενα είναι είκοσι γυναίκες μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστήμιου της Πάτρας, στις βαθμίδες της επίκουρης, αναπληρώτριας και καθηγήτριας. Η ερευνητική μέθοδος της συλλογής των δεδομένων είναι η ημιδομημένη συνέντευξη, η δε μέθοδος ανάλυσης, η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Η επιλογή των θεωρητικών εννοιών του Bourdieu στις οποίες στηρίζεται η παρούσα μελέτη, είναι αυτές του habitus, του έμφυλου habitus, του πεδίου, του επιστημονικού πεδίου, του Κεφαλαίου, του πολιτισμικού κεφαλαίου, της συμβολικής βίας και τέλος της συμβολικής κυριαρχίας.
Βασικά ευρήματα της παρούσας μελέτης αποτελούν τα εξής: α) παράγοντες που συμβάλλουν στην είσοδο των γυναικών στο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών, αποτελούν το ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο που διαθέτουν, η παρώθηση από το οικογενειακό τους περιβάλλον, το ανδρικό πρότυπο ενός καθηγητή μέντορα, οι ευεργετικές διατάξεις του νόμου 1268/82 και τέλος η αγάπη τους για το ακαδημαϊκό επάγγελμα και το γνωστικό τους αντικείμενο, ιδιαίτερα δε για την έρευνα και β) οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μέλη Δ.Ε.Π. του Πανεπιστημίου Πατρών συνδέονται με: τις απαιτήσεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος σε σχέση με τις υποχρεώσεις της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας, τις έμφυλες αντιλήψεις και προκαταλήψεις για το γυναικείο φύλο στο ακαδημαϊκό επάγγελμα και την ελλειμματική κατοχή επιστημονικού κεφαλαίου σε σχέση με τους άνδρες ομότεχνούς τους.
Λέξεις κλειδιά: Habitus, έμφυλο habitus, επιστημονικό πεδίο, επιστημονικό κεφάλαιο, Κεφάλαιο, πολιτισμικό κεφάλαιο, συμβολική βία.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ KAI ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έχει σημειωθεί μια σαφής αύξηση της γυναικείας παρουσίας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τόσο ως φοιτήτριες, όσο και ως εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό, στο δυτικό κυρίως κόσμο. Παρ’ όλα αυτά – όπως προκύπτει από σχετικές ερευνητικές προσπάθειες – η θέση τους παραμένει δυσμενής και με δύσκολη εξελικτική πορεία συγκριτικά με αυτή των ανδρών. Οι γυναίκες πανεπιστημιακοί υφίστανται ακόμα διακρίσεις και άνιση μεταχείριση. Φαίνεται πως η είσοδος των γυναικών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν έχει σημάνει το τέλος των προκαταλήψεων και στερεοτύπων γύρω από τις ικανότητές τους να αντεπεξέλθουν σε ένα τόσο απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον και δεν ενίσχυσε άμεσα ή έμμεσα την αναδιάρθρωση των δομών εκείνων που θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλαγές και ευνοϊκότερες συνθήκες για τις ίδιες.
Οι γυναίκες ακαδημαϊκοί αντιμετωπίζουν στα αρχικά στάδια της καριέρας τους εμπόδια τα οποία ενδεχομένως ξεπερνούν. Επίσης αργότερα βιώνουν το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» (glass ceiling effect), το οποίο αντιστοιχεί σε εμπόδια σχετικά με το φύλο τους που τροχοπεδούν την εξέλιξή τους, εμποδίζοντάς τες να καταλάβουν υψηλές θέσεις στην ιεραρχία και τη διοίκηση. Τα εμπόδια αυτά είναι αξεπέραστα για τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών. Οφείλονται και σε εξω-ακαδημαϊκούς παράγοντες όπως είναι η διαφορετική κοινωνικοποίηση, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και η άρνησή τους να υιοθετήσουν το «ανδρικό μοντέλο» επίτευξης των στόχων, το οποίο προϋποθέτει έντονο ανταγωνισμό και επιθετική διαχείριση της καριέρας τους. (Etzkowitz, Kemelgor, Neuschatz & Uzzi, 1994)
Σύμφωνα με τη Cherland: «…το γεγονός της υποαντιπροσώπευσης των γυναικών σε διδακτικές και διοικητικές θέσεις στο πανεπιστημιακό πεδίο, ενέχει πολιτικές συνέπειες. Οι άνδρες στην πραγματικότητα υπερέχουν επιβάλλοντας τους κανόνες του «παιχνιδιού», αποφασίζοντας τι είναι σημαντικό και πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Αυτό το Πανεπιστήμιο ανήκει στους άνδρες». (Cherland, 1998) Η Mather (1998) αναφέρει πως ισότητα και δικαιοσύνη δεν είναι μόνο οι «ανοικτές πόρτες» που επιτρέπουν στους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν. Ισότητα και δικαιοσύνη είναι να καταστεί το σύστημα εξίσου ευνοϊκό για όλους. Οι γυναίκες εμποδίζονται στην πλήρη αξιοποίηση των ευκαιριών που έχουν για να γίνουν καθηγήτριες πανεπιστημίου, γιατί δεν ταιριάζουν στο περίγραμμα του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, όπως οι άνδρες συνάδελφοί τους.
Η Armenti (2000) (στο Αναστασάκη, 2007) διαπιστώνει πως: «…μεσαιωνικές επαγγελματικές πρακτικές και ιδεολογίες που επιβιώνουν στο πέρασμα των αιώνων, εξακολουθούν να καθιστούν τις γυναίκες πανεπιστημιακούς σε μειονεκτική και τελικά σε υποδεέστερη θέση». Η Toren (2001) ομοίως (στο Αναστασάκη, ό.π.) παρατηρεί ότι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, οι γυναίκες πανεπιστημιακοί, σε όλο τον κόσμο: «…αντιμετωπίζουν κατά την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο µια σιδερένια πύλη, έπειτα ένα κολλώδες έδαφος, στην κορυφή µια γυάλινη οροφή και ενδιάμεσα ένα δύσβατο και κακοτράχαλο μονοπάτι». Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι γυναίκες δεν θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα την οικογένεια, η επικρατούσα αντίληψη θέτει εμπόδια τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένες «κοινωνικές προσδοκίες» − στερεότυπα όπως είναι η φροντίδα των παιδιών ή ο συνδυασμός της δημιουργίας και της φροντίδας της οικογένειας προς χάριν της προοπτικής της επαγγελματικής ανέλιξης του συζύγου (Conley, 2005).
Στην Ελλάδα οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η βελτίωση της θέσης των γυναικών, λόγω και της εισόδου τους στην αγορά εργασίας, και των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του 1964 και του 1976, οδήγησαν σε εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού των γυναικών που συμμετέχουν στο εκπαιδευτικό σύστημα και βαθμιαία μείωση του χάσματος ανάμεσα στα δύο φύλα, που κατά κάποιον τρόπο οριοθετεί την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών μεταξύ των δύο φύλων. (Μαράτου – Αλιπράντη, κ.ά. 2002). Το ποσοστό των κοριτσιών που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο παρουσιάζει σημαντική αύξηση και από το 23% του φοιτητικού πληθυσμού το 1961 έφτασε στο 31,43% το 1970, στο 58,7% το 2001 (Κοντογιαννοπούλου – Πολυδωρίδη, 1995, Κυριζίδης & Δρόσος, 2000, Μαράτου – Αλιπράντη, κ.ά. 2002) και στο 59,68% το 2006 (ΕΣΥΕ, 2006). Παρά την αύξηση της φοίτησης των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η θέση τους φαίνεται να παραμένει μειονεκτική στον εργασιακό χώρο σε σχέση με τους άνδρες που κάνουν παρόμοιες σπουδές, ενώ παρατηρείται η πυκνή συγκέντρωση γυναικών σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία και η υποεκπροσώπησή τους σε θέσεις υψηλού κύρους, όπως οι διοικητικές – διευθυντικές θέσεις. (Ασημάκη, Κατσιγιάννη & Κουστουράκης, 2007)
Από τη μελέτη της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας παρατηρήσαμε την έλλειψη πρόσφατων μελετών που να διερευνούν σε βάθος τη μειωμένη συμμετοχή των γυναικών ακαδημαϊκών στα επιστημονικά πεδία υψηλού κύρους και γοήτρου, τους παράγοντες που επιδρούν στην πορεία της ακαδημαϊκής εξέλιξής τους, αλλά και τις δυσκολίες που συναντούν στην προσπάθειά τους αυτή. (βλέπε: Αναστασάκη, 2007, Ασημάκη, Κατσιγιάννη & Κουστουράκης, ό.π., Βιτσιλάκη – Σορωνιάτη κ.ά, 2001, Ηλιού, 1988, Κοντογιαννοπούλου – Πολυδωρίδη, 1995, Μαραγκουδάκη, 2008, Βοσνιάδου, 2005α).
Για τους παραπάνω λόγους κρίναμε σκόπιμο να διερευνήσουμε τις απόψεις των γυναικών μελών ΔΕΠ ενός συγκεκριμένου πανεπιστημιακού πεδίου –του Πανεπιστημίου Πατρών– σχετικά με τους παράγοντες που τις ώθησαν να ακολουθήσουν το ακαδημαϊκό επάγγελμα, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην ακαδημαϊκή τους πορεία και ανέλιξη. Ειδικότερα, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανίχνευση των απόψεων των γυναικών μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών σχετικά με τους λόγους εισόδου τους στο συγκεκριμένο πανεπιστημιακό πεδίο, καθώς και ο προσδιορισμός των δυσκολιών που αυτές αντιμετωπίζουν στο εν λόγω πεδίο κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Ελληνίδες έκαναν άλματα όσον αφορά στη συμμετοχή τους στα κοινά, διεκδικώντας θέσεις ακόμα και σε παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα. Η Ζιώγου-Καραστεργίου (2006: 236) θεωρεί πως η εξέλιξη της εκπαίδευσης των γυναικών κατά την εποχή αυτή φανερώνει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της εκπαίδευσης και των κοινωνικών συνθηκών και αλλαγών, με την έννοια ότι αυτή έδωσε τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία με την εργασία. Η εκπαίδευση αποτέλεσε το χώρο όπου έγιναν οι πρώτες αλλαγές στην αντίληψη για το ρόλο των δυο φύλων, προσελκύοντας ένα σημαντικό αριθμό γυναικών, καθώς είχε και συνεχίζει να έχει υψηλό κοινωνικό γόητρο και κύρος ανάμεσα στα οριοθετημένα ως γυναικεία επαγγέλματα.
Σύμφωνα με τη Βαρίκα (στο Ζιώγου-Καραστεργίου, ό.π.: 354): «…το επάγγελμα της δασκάλας ενώ είχε οριστεί αρχικά (στο α΄ μισό του 19ου αιώνα) ως προέκταση της «γυναικείας φύσης» και ως θεσμοθέτηση της ένταξης των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, (μητέρα – δασκάλα – κοινωνική μητρότητα) μετατράπηκε από τις ίδιες τις γυναίκες όχι μόνο σε μέσο για την ανεξαρτησία τους, αλλά και σε μοχλό που τους επέτρεπε να μετατοπίσουν τα εμπόδια που τις απέκλειαν από τη δημόσια σφαίρα».
Στα τέλη του 1800 η εκπαίδευση των γυναικών βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Οι Ελληνίδες συμμετείχαν πολύ λιγότερο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τα άρρενα μέλη των οικογενειών τους, τα οποία, λόγω της πατριαρχικής δομής της ελληνικής κοινωνίας, είχαν ευκολότερη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα γενικά και ειδικά στις υψηλότερες βαθμίδες. Στις αρχές του 19ου αιώνα κερδίζουν και στην Ελλάδα έδαφος οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για γενίκευση της εκπαίδευσης. Ο Κοραής (στο Δεληγιάννη & Ζιώγου, 1999: 72) επισημαίνει το 1825 ότι: «…και άνδρες και γυναίκες επίσης πρέπει να παιδεύωνται την παιδείαν ταύτην χωρίς πρόφασιν καμμίαν», υποστηρίζοντας με αυτό τον τρόπο και στην πράξη την εκπαίδευση των γυναικών. Το 1834, με το Διάταγμα της 6/18 Φεβρουαρίου, κατοχυρώνεται νομοθετικά το δικαίωμα της Ελληνίδας για συμμετοχή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει η αντίληψη περί «ανατροφής κορασίων» και «δημόσιας εκπαίδευσης των αρρένων», με δηλώσεις όπως: «…η ανατροφή είναι διττή, οικιακή και δημοσία· και η μεν οικιακή γίνεται κατ’ οίκον υπό των γονέων και συγγενών, η δε δημοσία εις τα σχολεία. Η πρώτη αρμόζει εις τας κόρας και εις τα νήπια, η δε δημοσία αφορά μόνο τους άρρενας».
Όσον αφορά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των γυναικών, την ευθύνη για τη διαμόρφωσή της ανέλαβε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η ιδιωτική πρωτοβουλία, με κυριότερο φορέα της τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των γυναικών την εποχή αυτή ήταν:
- Διαφοροποιημένη από την αντίστοιχη των ανδρών (Παρθεναγωγείο για τις γυναίκες, Ελληνικό Σχολείο και Γυμνάσιο για τους άνδρες)
- Υποβαθμισμένη τόσο ως προς τα χρόνια φοίτησης, όσο και ως προς το περιεχόμενο
- Διαμορφωμένη με βάση την αντίληψη πως η γυναίκα πρέπει να ασχολείται με το σπίτι και την οικογένεια.
Την εποχή αυτή διατυπώνονται επιφυλάξεις για τη δυνατότητα των γυναικών να συμμετάσχουν στην ανώτερη εκπαίδευση, όσον αφορά τις ψυχικές και σωματικές τους δυνάμεις. Η επικρατούσα αντίληψη ήταν πως στις γυναίκες αντιστοιχούσε μια υποβαθμισμένη εκπαίδευση, χωρίς πολλές «ανώτερες» γνώσεις, επιζήμιες για την υγεία τους, αφού δεν προετοιμάζονταν για πανεπιστημιακές σπουδές και επαγγελματική δραστηριότητα. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μια μειοψηφία αρθρογραφούντων Ελλήνων λογίων αρχίζει να υποστηρίζει τη διεύρυνση των πλαισίων του γυναικείου ρόλου και την πρόσβαση των γυναικών στα ανώτερα επαγγέλματα και στις επιστήμες. Επιπλέον στα άρθρα των εφημερίδων και των περιοδικών της εποχής υπάρχουν ειδήσεις για τις διεκδικήσεις και τις επιτυχίες των γυναικών στο εξωτερικό, διευκολύνοντας την αμφισβήτηση των απόψεων που υποστήριζαν ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν το χώρο δράσης των δύο φύλων και τις επαγγελματικές ενασχολήσεις. Οι απόψεις σχετικά με την πρόσβαση των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση συνέκλιναν στη θέση ότι θα έπρεπε να επιτραπεί η φοίτηση «…εις πάντα τα ανώτερα εκπαιδευτήρια, ιδίως τα Πανεπιστήμια, άτινα μέχρι τούδε είναι κεκλεισμένα δια τας γυναίκας». (Δεληγιάννη & Ζιώγου, ό.π.: 77-107)
Το 1884 η Σεβαστή Καλλισπέρη υπέβαλε αίτηση για να δώσει εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή. Η συμμετοχή της υπήρξε επιτυχής, παρ’ όλα αυτά το υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε –λόγω του φύλου της– να επικυρώσει τις υπογραφές των καθηγητών που την εξέτασαν. Η Καλλισπέρη θα αρχίσει τελικά τις σπουδές της στη Σορβόννη. Πρώτη Ελληνίδα φοιτήτρια γίνεται η Ιωάννα Στεφανοπούλου το 1890, αν και ο πρύτανης θα διαμαρτυρηθεί στο υπουργείο «δια την ανάµειξιν των φύλων». Το 1895 εγγράφηκαν στην Ιατρική Σχολή Αθηνών πέντε φοιτήτριες, εν μέσω διαμαρτυριών των ανδρών συμφοιτητών τους «δια την εισβολή του ποδόγυρου εις τον περίγυρο του Ιπποκράτους».
Το 1908 η Αγγελική Παναγιωτάτου τελείωσε µε άριστα την Ιατρική Σχολή και μετεκπαιδεύθηκε στη Γερμανία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα διορίσθηκε ως υφηγήτρια στην Ιατρική Σχολή. Η αντίδραση των φοιτητών της ήταν να σηκώνονται από τις θέσεις τους φωνάζοντας προς την καθηγήτριά τους: «Στην κουζίνα, στην κουζίνα!». Η Παναγιωτάτου επαύθη μεν από τη θέση της, αλλά διορίσθηκε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Στην Ιστορία της Νεοελληνικής Ιατρικής, το όνομα της Αγγελικής Παναγιωτάτου συνδέεται άρρηκτα με πέντε επιστημονικά πρωτεία. Υπήρξε:
- η πρώτη απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1897),
- η πρώτη υφηγήτρια (1908),
- η πρώτη έκτακτη Καθηγήτρια της Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας (1938),
- η πρώτη Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής «τιμής ένεκεν» (1947) και
- η πρώτη γυναίκα ιατρός, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1950).
Σύμφωνα με τη Ζιώγου-Καραστεργίου (2007) η διδασκαλία, ως χώρος γυναικείας εργασίας, κατά τον 19ο αιώνα αποτέλεσε την πρώτη κοινωνικά αποδεκτή πληρωμένη εργασία για γυναίκες χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, μέσα σε μία κοινωνία οργανωμένη ιδεολογικά σε άκαμπτες κατηγορίες φύλου. Η καθιέρωση της υποχρεωτικής δημοτικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά με τη νομοθεσία του 1834 δημιούργησε πολλές ανάγκες για εκπαιδευτικούς και των δύο φύλων.
Ένας από τους λόγους που η διδασκαλία έγινε αποδεκτή ως καθαρά «γυναικείο επάγγελμα» εκείνη την εποχή, ήταν το ότι το σχολείο θεωρείτο ως συνέχεια της οικογένειας, επομένως η διδασκαλία οριζόταν ως η πλέον κατάλληλη απασχόληση για την ειδική φύση των γυναικών, με τη μεγαλύτερη ευαισθησία, την αγάπη για τα παιδιά, την ευγένεια και ανεκτικότητα του χαρακτήρα τους. Ο χωρισμός των δημοτικών σχολείων σε αρρένων και θήλεων το 1852, καθώς και η λειτουργία πολλών ιδιωτικών Παρθεναγωγείων, έδωσαν την ευκαιρία σε πολλές γυναίκες να αναλάβουν θέσεις Διευθυντριών στα σχολεία και να διαδραματίσουν πιο ουσιαστικό εκπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο.
Με την καθιέρωση των σχολείων με πολλές τάξεις, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και την υιοθέτηση νέων παιδαγωγικών κατευθύνσεων, επηρεάστηκε η οργάνωση των σχολείων σε μία πιο συστηματική – γραφειοκρατική κατεύθυνση, ξεφεύγοντας σταδιακά από τη θεώρηση του σχολείου ως προέκταση της οικογένειας, και τη διδασκαλία των γυναικών ως επέκταση του ρόλου τους από το σπίτι στο σχολείο. Η νέα αυτή οργάνωση των Δημοτικών σχολείων και η λειτουργία πολλών Ανώτερων ιδιωτικών Παρθεναγωγείων προσέφεραν μεγάλες ευκαιρίες στις γυναίκες εκπαιδευτικούς να καταλάβουν ένα σημαντικό αριθμό διευθυντικών θέσεων στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία θηλέων και σε ορισμένες, με αυξημένα προσόντα, να διεκδικήσουν και να καταλάβουν ανώτερες θέσεις στην εκπαιδευτική ιεραρχία, όπως Επιθεωρήτριες Δημοτικών σχολείων θηλέων. (Ζιώγου – Καραστεργίου, ό.π.) Σύμφωνα με τη Μαραγκουδάκη (2003) η αύξηση του ποσοστού πρόσβασης των κοριτσιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνδέεται και με την αλλαγή που φαίνεται ότι αρχίζει να σημειώνεται στις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις αναφορικά με το δικαίωμα των γυναικών να εργάζονται σε θέσεις εργασίας του τριτογενούς τομέα από τη δεκαετία του 1950.
Οι γυναίκες στο εξωτερικό αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα με τις Ελληνίδες όσον αφορά την εκπαίδευσή τους. Στις ΗΠΑ το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα ιδρύονται «Ακαδημίες» και «Σεμινάρια» για την προετοιμασία των διδασκαλισσών, ενώ την ίδια εποχή τα Κολέγια δέχονται φοιτήτριες ανώτερου επιπέδου. Ακολούθως το 1855 ιδρύθηκε το πρώτο γυναικείο Κολέγιο, το Elmira College, και τα περισσότερα Πανεπιστήμια άρχισαν να δέχονται φοιτήτριες.
Στην Αγγλία το 1848 και 1849 ιδρύθηκαν τα Queen’s και Belford College με σκοπό την εκπαίδευση των διδασκαλισσών, ενώ το 1865 το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, το 1870 το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1876 οι αγγλικές ιατρικές σχολές επέτρεψαν τη φοίτηση σε γυναίκες. Η Γαλλία και η Ελβετία το 1867, η Σουηδία και η Φιλανδία το 1870, η Δανία το 1875, η Ιταλία το 1878, η Νορβηγία το 1884, η Ισπανία και η Ρουμανία το 1888 και τέλος το Βέλγιο και η Ελλάδα επέτρεψαν τη φοίτηση των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση. (Δεληγιάννη & Ζιώγου, ό.π.: 334)
Οι Egerton & Halsey (στο Reay, David & Ball 2008: 15) εντοπίζουν ως σημαντικά στοιχεία στην ιστορία της πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: μια περίοδο αξιοσημείωτης επέκτασης της φοίτησης των γυναικών στα πανεπιστήμια και έναν σαφή περιορισμό της ανισότητας των δύο φύλων. Ωστόσο, ενώ το ποσοστό των γυναικών φοιτητριών σταδιακά αυξανόταν σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, οι ταξικές διαφορές στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν παρουσίαζαν μείωση, οι δε γυναίκες επωφελούνταν λιγότερο από ένα πτυχίο, όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, μια και το μέσο εισόδημα των πτυχιούχων γυναικών ήταν χαμηλότερο από εκείνο των πτυχιούχων ανδρών (Purcell στο Reay, David & Ball, ό.π.: 19).
Η Arnot (2006: 365) επισημαίνει ως σημαντική εξέλιξη στην εκπαίδευση της Βρετανίας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την επέκταση της «γυναικείας ελίτ με πανεπιστημιακή κατάρτιση», την αύξηση δηλαδή του αριθμού των φοιτητριών κατά 114% μέχρι το 1989, έναντι αύξησης μόλις 20% των ανδρών φοιτητών την ίδια περίοδο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών αυτών προέρχονταν από τα λευκά μεσαία στρώματα και είχαν φοιτήσει σε επιλεγμένα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία. (Halsey στο Arnot, ό.π.: 19)
Συμπεράσματα
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσουμε την παρουσία των γυναικών μελών ΔΕΠ στο επιστημονικό πεδίο του πανεπιστημίου, ειδικότερα δε τις απόψεις που διατηρούν για τους λόγους της εισόδου τους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μέσα σε αυτό. Στόχο μας απετέλεσε η εις βάθος διερεύνηση του υπό μελέτη φαινόμενου στο φυσικό του περιβάλλον μέσα από την οπτική των ερευνητικών υποκειμένων, Για αυτό το λόγο επιλέξαμε τη μέθοδο της μελέτης περίπτωσης του Πανεπιστημίου Πατρών.
Στο πλαίσιο μιας ποιοτικής προσέγγισης διεξαγάγαμε 20 ημιδομημένες συνεντεύξεις από γυναίκες μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών που ανήκαν στις βαθμίδες επίκουρης, αναπληρώτριας και καθηγήτριας. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο των ερευνητικών δεδομένων επιλέξαμε τη θεωρία της πρακτικής του Pierre Bourdieu και ειδικότερα τις έννοιες του habitus (έξης) – έμφυλου habitus, του πεδίου – επιστημονικού πεδίου, του κεφαλαίου – πολιτισμικού κεφαλαίου – επιστημονικού κεφαλαίου και τέλος της συμβολικής βίας – συμβολικής κυριαρχίας, θεωρώντας πως ανταποκρίνονται καταλληλότερα στην αποτελεσματικότερη ερμηνεία των ερευνητικών ευρημάτων και στην κατανόηση του υπό μελέτη φαινόμενου.
Μετά την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου οδηγηθήκαμε στα εξής συμπεράσματα:
Ως προς τους παράγοντες που συνέβαλαν στην είσοδο και εξέλιξη των γυναικών στο πανεπιστημιακό πεδίο, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα διατηρούν ποικιλία απόψεων σχετικά με τους λόγους που τις ώθησαν να εισέλθουν στο ακαδημαϊκό επάγγελμα. Ειδικότερα δε:
- Η μεσοαστική κοινωνική τους προέλευση σε συνδυασμό με τις υψηλές επιδόσεις τους στο σχολείο ευνόησαν την πρόσβασή τους στο ακαδημαϊκό επάγγελμα, καθώς οριοθέτησαν ως δεδομένο τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η υποστήριξη και παρώθηση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος να σπουδάσουν και στη συνέχεια να εισέλθουν στο ακαδημαϊκό επάγγελμα είναι διάχυτη στις απαντήσεις σχεδόν του συνόλου των γυναικών μελών ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα. Μικρό ποσοστό των γυναικών ανέφεραν πως υπέστησαν πιέσεις από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ώστε να επιλέξουν το διδασκαλικό επάγγελμα. Οι πιέσεις αυτές οφείλονταν στις έμφυλες αντιλήψεις που έτρεφαν οι παλιότερες κυρίως γενεές για την επαγγελματική ταυτότητα της γυναίκας, θεωρώντας το επάγγελμα του δάσκαλου ως το πλέον κατάλληλο για μια γυναίκα.
- Η εργασιακή σύνδεση μεγάλου μέρους των γυναικών μελών ΔΕΠ του δείγματος (13) κατά το παρελθόν ως διδασκόντων με το Π.Δ. 407/80 ή επιστημονικών συνεργατών, φαίνεται πως βοήθησε στην είσοδό τους ως μελών ΔΕΠ.
- Η αγάπη τους για το επάγγελμα, το γνωστικό τους αντικείμενο και ιδιαίτερα την έρευνα, δεν αποτελεί απλώς παράγοντα εισόδου στο πανεπιστημιακό πεδίο, αλλά και παράγοντα που ενισχύει τη θέληση να συνεχίσουν να εργάζονται σε έναν ανδροκρατούμενο κλάδο παρά τις δυσκολίες που υφίστανται.
- Το φαινόμενο της ενδογαμίας του πανεπιστημιακού επαγγέλματος, το οποίο απαντάται σε 13 περιπτώσεις, φαίνεται να είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στον προσανατολισμό της σταδιοδρομίας τους και τις στηρίζει υλικά και συμβολικά ώστε να υπερβούν τις δυσκολίες μέσα στο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών.
- Η πλειοψηφία των γυναικών μελών ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα μεγάλωσαν σε πολιτισμικά εμπλουτισμένα περιβάλλοντα τα οποία ενίσχυσαν τη συσσώρευση πολιτισμικού κεφαλαίου στην ενσωματωμένη του μορφή. Η συσσώρευση αυτή ξεκίνησε από την παιδική τους ηλικία μέσα στην οικογένεια στο στάδιο της πρωτογενούς κοινωνικοποίησης και δείχνει να αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα που τις ώθησε να λάβουν την απόφαση να εισέλθουν στο πανεπιστημιακό πεδίο, παρά την επίγνωση των δυσκολιών που αυτό ενέχει.
- Η προσπάθεια των γονέων να τις ωθήσουν να ασχοληθούν με δραστηριότητες που προσέφεραν κατάλληλα πολιτισμικά ερεθίσματα φαίνεται πως συνέβαλε στη διαμόρφωση και μετάδοση ενός πολιτισμικού κεφαλαίου ιδιαίτερα ισχυρού, το οποίο και τις χαρακτηρίζει.
- Οι τίτλοι σπουδών όλων των βαθμίδων που κατέχουν οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ του δείγματος φανερώνουν συσσώρευση θεσμοποιημένου πολιτισμικού κεφαλαίου που τους αποφέρει οφέλη ισχυροποιώντας την απόφασή τους και τελικά ευοδώνοντας την προσπάθειά τους να εισέλθουν στο ακαδημαϊκό επάγγελμα.
- Η κατοχή υψηλού επιπέδου επιστημονικών προσόντων, όπως αυτή αναδύεται από την κατοχή τίτλων που προέρχονται από διακεκριμένα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, φανερώνει την κατοχή «καθαρού» επιστημονικού κεφαλαίου, το οποίο φαίνεται να ενισχύει την απόφασή τους να εισέλθουν στο ανδροκρατούμενο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ως προς τη διερεύνηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ στο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα αντιμετωπίζουν δυσκολίες που συνδέονται με: τις απαιτήσεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος σε σχέση με τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας, τις έμφυλες αντιλήψεις και προκαταλήψεις για το γυναικείο φύλο στο ακαδημαϊκό επάγγελμα και την ελλειμματική κατοχή επιστημονικού κεφαλαίου. Ειδικότερα δε:
- Οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν πως η ανταπόκριση στις απαιτήσεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, όπως και η εξέλιξη στις ανώτερες ιεραρχικά θέσεις μέσα στο πανεπιστημιακό πεδίο, είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση για μια γυναίκα που έχει να ανταποκριθεί επιπλέον σε αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις και στην ανατροφή των παιδιών της. Συχνά αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην καριέρα τους και τη δημιουργία οικογένειας.
- Παράγοντας που συμβάλλει στην ενίσχυση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ στην προσπάθειά τους να παραμείνουν και να εξελιχθούν στις ακαδημαϊκές βαθμίδες φαίνεται να είναι η έλλειψη στήριξης από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των ομότεχνων συζύγων τους, οι οποίοι διατηρούν μια συμπεριφορά αδιάφορη ή ανταγωνιστική.
- Μια σημαντική δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών φαίνεται πως είναι οι έμφυλες αντιλήψεις και προκαταλήψεις που αντιμετωπίζουν στο οικογενειακό, κοινωνικό και επιστημονικό πανεπιστημιακό πεδίο σχετικά με τη φύση του ακαδημαϊκού επαγγέλματος. Ενδεχομένως ακόμα υφίσταται η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες πρέπει να απασχολούνται σε κλάδους που συνάδουν με τη γυναικεία φύση τους και τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους. Αυτό φαίνεται να τις οδηγεί να αποδεχτούν σιωπηρά πως οι άνδρες συνάδελφοί τους είναι από τη φύση τους πιο καλά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, νομιμοποιώντας την ανδρική κυριαρχία στο πεδίο. Παρόλο που οι περισσότερες γυναίκες μέλη ΔΕΠ θεωρούν πως δεν έχουν υποστεί, εμφανώς τουλάχιστον, διακρίσεις λόγω του φύλου τους, εντούτοις μέσα από τις αφηγήσεις τους προκύπτουν ενδείξεις έμφυλων προκαταλήψεων και διακρίσεων εις βάρος τους, ιδιαίτερα κατά την παρουσία τους στις συνελεύσεις, οι οποίες εντείνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην είσοδο, παραμονή και εξέλιξή τους στο ακαδημαϊκό επάγγελμα.
- Η πλειοψηφία των γυναικών μελών ΔΕΠ θεωρούν πως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών οφείλονται στις κακές σχέσεις και στην έλλειψη στήριξης από τους ομότεχνούς τους και των δύο φύλων.
- Παρόλο που οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ που συμμετείχαν στην έρευνα εισήλθαν στο ανδροκρατούμενο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών με ένα αρχικό επιστημονικό κεφάλαιο, υπό τη μορφή ισχυρού θεσμοποιημένου πολιτισμικού κεφαλαίου, ικανό για την επιτυχή είσοδό τους, εντούτοις η διαδικασία συσσώρευσης επιστημονικού κεφαλαίου, καθαρού και θεσμοποιημένου, φαίνεται να μην είναι εύκολη υπόθεση για τις περισσότερες από αυτές. Αυτό φαίνεται να έχει σαν επακόλουθο τον αποκλεισμό τους από θέσεις εξουσίας και κύρους.
- Η πλειοψηφία των γυναικών μελών ΔΕΠ ομολογεί την έλλειψη φιλοδοξιών για την κατάληψη μιας θέσης εξουσίας στο επιστημονικό πεδίο του Πανεπιστημίου Πατρών θεωρώντας την ανάληψη διοικητικών θέσεων ως μια επιπρόσθετη δυσκολία που θα τις αποσπούσε από το διδακτικό τους έργο.
- Παρατηρείται μια δυσκολία εξέλιξης των γυναικών μελών ΔΕΠ στις ακαδημαϊκές βαθμίδες. Οι γυναίκες καθυστερούν, παρουσιάζοντας έλλειψη φιλοδοξίας για σύντομη εξέλιξη. Παραμένουν έτσι στις ανώτερες βαθμίδες της επίκουρης και αναπληρώτριας καθηγήτριας περισσότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους, επικαλούμενες την έλλειψη του απαραίτητου για την προσπάθεια εξέλιξης στις βαθμίδες χρόνου, λόγω των αυξημένων οικογενειακών τους υποχρεώσεων.
- Η παρατηρούμενη έλλειψη φιλοδοξίας εκ μέρους των γυναικών μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών για σύντομη ιεραρχική εξέλιξη, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη καθυστέρησή τους στις ανώτερες βαθμίδες της επίκουρης και αναπληρώτριας καθηγήτριας, ενδεχομένως απεικονίζει το δισταγμό που τις διακατέχει στη διεκδίκηση υψηλών ιεραρχικά θέσεων και οδηγεί στο φαινόμενο της ακαδημαϊκής «χοάνης», που αντιστοιχεί στη συγκέντρωση της πλειοψηφίας των γυναικών μελών ΔΕΠ στις κατώτερες ακαδημαϊκές βαθμίδες και τη μείωση του ποσοστού τους στη βαθμίδα της αναπληρώτριας και καθηγήτριας.
Διαβάστε εδώ την πρωτότυπη δημοσίευση στα αγγλικά.