Το μηχανάκι συνήθιζε να λέει ότι είχε «εξ απ’ ανέκαθεν». Όχι γιατί του ταίριαζε στα χρόνια και στα τριξίματα, αλλά γιατί του άρεζε πολύ αυτό το ξ, που ξάκριζε στην αρχή της λέξης. Απ’ τις εφημερίδες που μάζευε από τα σκουπίδια, για να τις σούρει μέχρι την ανακύκλωση, πιο πολύ του γυάλιζε η «Εστία». Όχι ότι καταλάβαινε αυτά που συλλάβιζε. Από το δημοτικό του έδωσαν απολυτήριο λόγω ηλικίας, τα είχε πια πατημένα τα 16, τρόμαζε και τα μικρά της πρώτης, πόσο να τον κρατήσουν. Όμως την Εστία την αγαπούσε για τα μαύρα τα σημαδάκια πάνω από τα γράμματα, σαν στολίδια του φάνταζαν. Άμα έβρισκε κανένα φύλλο της, αγαλλίαζε η καρδιά του. Το κράταγε δικό του. Το βράδυ, ψέλλιζε τις λέξεις και χάιδευε τα σημαδάκια τους. Μαύριζαν τα δάχτυλά του, ξέφταγε το χαρτί. Από κει παπαγάλιζε και καμιά λέξη που του ακουγόταν μεγαλοπρεπής. Την ξεφούρνιζε στο καφενείο, το απόγευμα, κι όλο και κάποιος του κερνούσε την λεμονίτα του. Τώρα με την καραντίνα, το είχε ξεπατώσει το μηχανάκι. Κι όταν τελείωναν τα ψιλά για βενζίνα, το έπαιρνε με τα πόδια και το έσουρνε μέχρι τις κατεβασμένες γρίλιες του καφενείου. Καθόταν απέξω και απήγγελε όλες τις καινούργιες λέξεις. Χωρίς λεμονίτα και ακροατήριο. Τις προάλλες βρήκε μια εικόνα της Παναγίας κι έναν Σταυρό, ορφανά μπροστά από μια κατεδάφιση. Τα φόρτωσε στο πλαστικό καφάσι που είχε δεμένο με σκοινιά. Ο παπα-Σπύρος του Αι-Γιώργη, θα του χαλάλιζε τουλάχιστον ένα δίευρο. Έπεσε όμως πάνω στην διαδήλωση. Είπε να κόψει από το πεζοδρόμιο.  Είναι μεγάλα τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου. Λίγο ακόμα και θα ‘στριβε στην Ομήρου. Εκεί τον πέτυχαν. Πάει και η εικόνα, πάει κι ο σταυρός. Κομματάκια τα έκαναν. Άχνα δεν έβγαλε. Κάτι θα τους έκανε, δεν μπορεί. Τέτοια λύσσα. Του φώναζαν και κάτι στο αυτί.  Μόλις ακούστηκαν οι διμοιρίες να κατρακυλούν από τα ψηλά του Συντάγματος τον ξέχασαν κι αμολήθηκαν ποδοβολώντας. Είχε ακόμα λίγη βενζίνη. Από την εκκλησία δεν πέρασε. Ζητιάνος δεν ήταν. Δούναι και λαβείν, κι αυτός είχε άδεια χέρια. Το παρατήρησαν κι οι  γάτες που τον περίμεναν από το πρωί. Ακούμπησε στο στρώμα κι έκλεισε τα μάτια. Το πανό που κρατούσαν είχε πολλές λέξεις, όλες τους με κεφαλαία γράμματα και χωρίς στολίδια. Τι νόημα να βγάζουν άραγε χωρίς αυτά;

12 Μαρτίου, ενός ακόμη μη σωτήριου 2021