Η Κυβέρνηση έχει καταφέρει έναν επικοινωνιακό άθλο: να παρουσιάσει την διαχείριση της πανδημίας ως μεγάλη της επιτυχία, ενώ στην πραγματικότητα επιδίδεται σε σπασμωδικές ενέργειες και παλινωδίες από την αρχή της πανδημίας. Μπορεί όμως η απαρίθμηση των αστοχιών της κυβέρνησης, να έχει εποικοδομητικό ρόλο, στην παρούσα συγκυρία; Πιστεύω πως ναι, διότι τελικά μας οδηγεί μάλλον αβίαστα σε κάποια συμπεράσματα- οδηγούς για το μέλλον.

Οι αστοχίες της κυβέρνησης κινήθηκαν σε τρεις άξονες.

  • Η επικοινωνία βασίστηκε αφενός στον “σκληρό” κ. Χαρδαλιά, και, παράλληλα, στον “ευαίσθητο” κ. Τσιόδρα. Ο πρώτος κινήθηκε γύρω από την ιδέα ότι τα σκληρά μέτρα είναι απαραίτητα διότι ο Έλληνας εφαρμόζει μόνον τα μισά και δεν είναι σε θέση να καταλάβει την κρισιμότητα της κατάστασης. Το αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας ήταν να κατατρομοκρατηθούν οι ήδη τρομοκρατημένοι (ηλικιωμένοι και ευαίσθητες ομάδες), και παράλληλα να δημιουργήσει αντίδραση απείθειας στην γενιά που, αντικειμενικά, κινδυνεύει λιγότερο από τον κορονοϊό. Ο δεύτερος, κινήθηκε γύρω από το δόγμα “έστω και ένας να σωθεί από τον κορονοϊό μετράει” που φυσικά οφείλει να είναι η προτεραιότητα κάθε γιατρού αλλά όχι κάθε πολιτικού. Στην πολιτική κάθε ζωή μετράει, με την έμφαση στο “κάθε”, ανεξάρτητα από το γιατί απειλείται αυτή η ζωή και στο “ζωή” όπου αναφερόμαστε και στην ποιότητα ζωής και όχι μόνον στην αποφυγή του θανάτου. Παράλληλα, η έλλειψη στοιχείων από την πληροφόρηση υπήρξε τραγική: η μακράν πιο αξιόπιστη δημόσια προσβάσιμη πηγή στατιστικών δεδομένων για την πορεία του κορονοϊού στην Ελλάδα, είναι το αρχείο ενός ιδιώτη (covid_19gr @nyrros).
  • Ο σχεδιασμός πρόληψης και θεραπείας ήταν σαφώς ανεπαρκής. Καμία ουσιαστική οικονομική ενίσχυση δεν υπήρξε στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους χώρους εργασίας ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός και να υπάρχει καλύτερη κυκλοφορία αέρα, ενώ παράλληλα δεκάδες εκατομμύρια δίνονταν σε ΜΜΕ και σε δράσεις επιμόρφωσης, τις γνωστές και ως “Σκόιλ Ελικίκου”. Καμία ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έστω και ειδικά για τον κορονοϊό (π.χ. προμήθεια οξυμέτρων και μονάδων παροχής οξυγόνου για οικιακή χρήση από τους ελαφρότερα ασθενείς), ώστε να μην χρειάζονται αθρόες εισαγωγές στα νοσοκομεία – αλλά έμφαση στην διαφήμιση της δωρεάς ΜΕΘ χωρίς παράλληλη πρόσληψη ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού. Καμία προσπάθεια για να αποφευχθεί η συρροή του κόσμου στα νοσοκομεία με πλήρη διαχωρισμό των κέντρων λήψης δειγμάτων από τους χώρους των νοσοκομείων. Προσπάθειες διαχωρισμού έγιναν με την ενεργοποίηση κέντρων υγείας και περιφερειακών ιατρείων μόλις στα μέσα Οκτωβρίου. Καμία πρωτοβουλία για συνεργασία με χώρες που πλήγηκαν στο πρώτο κύμα και για αξιοποίηση της εμπειρίας τους για την θέσπιση εθνικών πρωτοκόλλων με σαφείς δείκτες για την εισαγωγή ασθενών σε πτέρυγες Covid-19, και την μεταφορά τους στις ΜΕΘ. Παράλληλα, συνέβησαν διεθνείς πρωτοτυπίες όπως η εισαγωγή της χρήσης κολχικίνης στα θεραπευτικά πρωτόκολλα με βάση δελτία τύπου και κατά απαίτηση της νομενκλατούρας της Ιατρικής του ΕΚΠΑ που εκπροσωπείται και με βουλευτική έδρα στη ΝΔ: επιλογές που ήταν εμφανώς λάθος αλλά και που αποδείχθηκαν ομοίως λάθος από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και τις κλινικές δοκιμές.
  • Η επιτροπή των ειδικών, ουδέποτε υπήρξε επιτροπή ειδικών. Ήταν επιτροπή λοιμοξιολόγων, με την λογική “να μην αφήσουμε κανέναν έξω”. Απολύτως και τραγικά ακατάλληλη να διαχειριστεί όλες τις πτυχές της κρίσης, άσχετα με το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως προπέτασμα για όλες τις αποφάσεις, “κάνουμε ότι μας πει η επιτροπή”. Οι αποφάσεις οφείλουν να είναι πολιτικές για ένα ζήτημα που επηρεάζεις τόσες πτυχές της ζωής μας. Ποτέ η κυβέρνηση δεν το δέχτηκε αυτό, και για αυτό οι αποφάσεις της δεν είχαν ποτέ πολιτικό σχεδιασμό, συνέχεια και συνέπεια.

Η κυβέρνηση επένδυσε φυσικά στην πορεία του πρώτου κύματος στην Ελλάδα. “Ναι, είμαστε 12 φορές καλύτεροι από το Βέλγιο και το πανηγυρίζουμε” δήλωνε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. «Ελάτε στην Ελλάδα για διακοπές, είναι μία ασφαλής χώρα» δήλωνε από την Σαντορίνη ο πρωθυπουργός.  Με μηδενική αυτοκριτική, με καμία συναίσθηση πως μόνος λόγος αυτής της επιτυχίας ήταν η μικρή κινητικότητα στην Ελλάδα του Φεβρουαρίου και το φοβικό κλείσιμο των πάντων, με τα πρώτα κρούσματα. Μέτρα που απέδωσαν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα φυσικά, αλλά οδήγησαν και σε επανάπαυση και της κυβέρνησης και των πολιτών.

“Έχουμε τους μισούς νεκρούς από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής ένωσης” μου επισημαίνουν πολλοί φίλοι σε ιδιωτικές συζητήσεις. Σωστά. Αλλά οι νεκροί δεν είναι το μοναδικό κριτήριο. Το κριτήριο οφείλει να είναι το πως έγινε η διαχείριση της πανδημίας από κάθε χώρα με βάση τις συγκυρίες. Πως προσάρμοσε το σύστημα υγείας της ώστε να έχουν όλοι οι ασθενείς περίθαλψη ποιότητας; Πως προσάρμοσε τα μέτρα στις ιδιαιτερότητες της πανδημίας ελαχιστοποιώντας τις παράπλευρες υγειονομικές, κοινωνικές και οικονομικές απώλειες;

Το τρίτο κύμα και οι επόμενες δύο εβδομάδες ήδη δοκιμάζουν σκληρά την Ελλάδα. Και αυτή την στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ούτε να προσαρμόσει το σύστημα υγείας που βρισκόταν, έτσι κι αλλιώς, σε τραγική κατάσταση, ούτε να περιορίσει τις παράπλευρες απώλειες: παιδιά κλεισμένα στα σπίτια, αδιάγνωστα νοσήματα σε νοσοκομεία που ξεχειλίζουν από ασθενείς της πανδημίας, κλειστές επιχειρήσεις, νέοι στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης, κοινωνική αναταραχή.

Μπορεί να γίνει κάτι αυτή την στιγμή; Σε μια ιδιωτική συζήτηση είπα, με σκωπτική διάθεση, πως οι λύσεις είναι δύο: προσευχές ή τανκς – ή και τα δύο. Επειδή δεν είμαι ούτε θρησκευόμενος, ούτε φασίστας, στην πραγματικότητα, πιστεύω πως ακόμα και σήμερα υπάρχει και ο τρίτος δρόμος.

Ο μόνος τρόπος να τηρήσει η κοινωνία τα μέτρα είναι τα υιοθετήσει πραγματικά: να τα κατανοήσει και να τα πιστέψει. Μπορεί να γίνει αυτό τι μπορεί να γίνει για να βρεθούμε στο καλοκαίρι, συντεταγμένα, αισιόδοξα, και με τον εμβολιασμό σύμμαχο μας να υπάρξει η τόσο απαραίτητη αποκλιμάκωση;

Πιστεύω πως ο πρωθυπουργός οφείλει να συστήσει μια ολιγομελή επιτροπή διαχείρισης της κρίσης, από ιατρούς ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, και βιολόγους που να αναλάβει την χάραξη της πολιτικής των τελευταίων μηνών, με βάση της αναλυτική και ήρεμη  και όχι φοβική και τρομοκρατική – επεξήγηση των προβλημάτων, αλλά και των προοπτικών. Μια επιτροπή χωρίς τα γνωστά σήμερα στην κοινή γνώμη πρόσωπα, που έχουν εξαντληθεί και σωματικά, και πνευματικά, αλλά και επικοινωνιακά. Μια επιτροπή που θα λειτουργεί συντεταγμένα και όχι άτακτα, δεν θα αντιδρά απλά αλλά θα σχεδιάζει, δεν θα κουράζει καθημερινά αλλά θα ενημερώνει εβδομαδιαία. Παράλληλα οφείλει να κάνει και μια συμφωνία ουσίας με τα ΜΜΕ ώστε να σταματήσει η συνεχής καθημερινή προβολή επιστημόνων και των απόψεων τους, και να υπάρξει μια αυτολογοκρισία και συσπείρωση γύρω από τη νέα επιτροπή ειδικών- ειδικών που ίσως θα όφειλε να διαλέξει με κριτήριο και την επιστημονική τους αρτιότητα αλλά και την πολιτική τους ταυτότητα, ώστε τουλάχιστον το θέμα του κορονοϊού, έστω και στο τέλος, να έχουμε πραγματικά Εθνική – και όχι δεξιά ή αριστερή – πολιτική.

Έχω φυσικά πλήρη συναίσθηση ότι τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί. Αλλά εάν συμφωνείτε με την λογική μου, έστω όχι απόλυτα, η αίσθηση ότι τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί είναι ακριβώς αυτό που οφείλει να μας προβληματίσει ως πολίτες.