Είναι Δευτέρα πρωί. Έχω πιεί μισό καφέ και πηγαίνω στην δουλειά. Χθες κάναμε το πρώτο μας μπάνιο. Το καλοκαίρι ήδη κυλάει στις ζωές μας. Ο κορονοϊός είναι ακόμα εδώ. Έχω ανοιχτό το παράθυρο. Στο ραδιόφωνο η πολιτική οργιάζει. Σταματάω στο φανάρι της Πειραιώς στο ύψος της πλατείας Κουμουνδούρου. Την βλέπω να διασχίζει τον δρόμο. 

Στην αρχή την παρατηρώ αδιάφορα. Όλα εκείνη την στιγμή με βαραίνουν. Θέλω λίγο περισσότερο ύπνο, λίγο περισσότερο χρόνο, λίγη περισσότερη ευτυχία, λίγο μεγαλύτερη άπλα. Ύστερα το βλέμμα ξαφνιάζεται. Η μορφή της αναπηδά μπροστά μου. Αδύνατη, μαυροντυμένη, με μάλλινες κάλτσες και μαύρο μαντήλι. Η εικόνα είναι λάθος. Ο χρόνος είναι λάθος. Θα μπορούσε να είναι η γιαγιά μου, αλλά η γιαγιά μου πέθανε τον περασμένο αιώνα σ’ ένα χωριό τη Κρήτης. Ξανακοιτάω. Είναι δεν είναι εβδομήντα. Ένα κυρτό ολόγραμμα που διασχίζει την καρδιά της πόλης. Νομίζω ότι βλέπω φάντασμα. Το φανάρι ανάβει πράσινο. Ξεκινάω. Αναρωτιέμαι πώς τολμάει να πενθεί τόσο απόλυτα, τόσο ερμητικά, τόσο παράταιρα. Σκέφτομαι πόσο έχουμε εθιστεί στο αναμενόμενο, στο κλισέ, στην επανάληψη στην κοινοτοπία. Πόσο επαναστατική πράξη είναι αυτή η δημόσια καταδήλωση του μαύρου, που αδιαφορεί τόσο ξεδιάντροπα για το πλαίσιο, το σημαίνον και το σημαινόμενο, την εποχή και την εικόνα.  Τρομάζω όταν μετράω τους σιδηρόδεσμους της ματιάς μας που προσανατολίζεται μόνο στο στερεότυπο και μας στερεί το βάθος και το πλάτος του ορίζοντα. 

Ύστερα φτάνω στην δουλειά. Παρκάρω. Τσακώνομαι λίγο με την πικροδάφνη που έτσι φουντωμένη απλώνεται πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, κλειδώνω, προλαβαίνω να θυμηθώ ότι σήμερα θα βρέξει και μετά βουτάω σε θολά νερά. 

 

Η Μάρω Κακαβέλα είναι μηχανολόγος μηχανικός.