Υπάρχει μια βρετανική ταινία του Danny Boyle, το γνωστό 28 days later, όπου στην εναρκτήρια σεκάνς του βλέπουμε ένα τρομακτικά άδειο Λονδίνο, που τότε το μακρινό 2002 με είχε εντυπωσιάσει εξαιτίας των εφέ που κατάφεραν και δημιούργησαν εκείνη την ψευδαίσθηση. Σήμερα όμως και εν έτη 2020 και μέσω πανδημίας, η άδεια Αθήνα αυτής της περίεργης άνοιξης -ίδιο σκηνικό με εκείνο από τις «ήσυχες μέρες του Αυγούστου» της δεκαετίας του ΄90, τότε που όλοι έφευγαν προς τις Μυκόνους και την άγονη γραμμή, σαν μην υπήρχε αύριο- ήρθε να επιβεβαιώσει την ανατριχιαστική ρήση ότι η τέχνη μιμείται την ζωή και να μου θυμίσει πόσο μας πονάει ο χαμένος παράδεισος αυτής της άνυδρης αστικής τοπογραφίας. 

Και χθες το βράδυ, ήρθεν επιτέλους η ώρα και κατηφορίσαμε προς το κέντρο, για να ξαναβρεθούμε σε μία από αυτές τις φιλόξενες κυψέλες που τόσο μας είχαν λείψει, και να πιάσουμε την κουβέντα από εκεί που την είχαμε αφήσει 72 μέρες πριν. Ε, όχι και ακριβώς από κει. Ίσως γιατί τα βλέμματα ήταν πιο ακριβά και φώναζαν «σ’ αγαπάω, μ’ ακούς». Κάτι που πάντα μάλλον το έλεγαν, αλλά εμείς το προσπερνούσαμε. Ίσως γιατί η υποχρεωτική απόσταση μας έφερνε πιο κοντά. ‘Ίσως γιατί πλέον οι κουβέντες ήταν λίγο πιο ελαφριές, κι ας έκρυβαν αριστοτεχνικά έναν τρόμο. Όλα έμοιαζαν οικεία και την ίδια στιγμή τόσο καινούργια. Και όλο και κάποιος ενδιαμέσως άπλωνε και έβαζε απολυμαντικό από το απαραίτητο πλέον dispenser πάνω στο τραπέζι. Και μπορεί τα λόγια να σταύρωσαν και να ξανασταύρωσαν και να απλώνονταν οι λέξεις πάνω από τα φαγητά, όμως τα πιρούνια μας δεν διασταυρώθηκαν ποτέ και κανείς δεν τσιμπολόγησε από πιάτο του διπλανού. Και μπορεί να ξορκίσαμε το κακό λέγοντας, θα περάσει κι αυτό, δεν πειράζει, αλλά νιώσαμε και λίγο κρυφά πελαγωμένοι, εμείς οι πρωτόμαθοι σε τέτοια νέα ήθη. 

Και όταν τελείωσε η βραδιά και αποχαιρετιστήκαμε, αφήνοντας τα φιλιά μας μετέωρα να ίπτανται πάνω από τα αναστατωμένα τραπέζια, να μας περιμένουν για την επόμενη μάζωξη, όταν θα μπορέσουμε τελικά να τα τρυγήσουμε, και πήραμε τον δρόμο να γυρίσουμε πίσω, οδηγώντας προς την καρδιά της πόλης, προς το σιντριβάνι, ναι το σιντριβάνι της Ομόνοιας, συνειδητοποιήσαμε ότι γύρω μας είχε κι άλλα αυτοκίνητα, κι άλλους ελεύθερους-πολιορκημένους, κι αισθανθήκαμε πως αυτή η Αθήνα, αίφνης από άξενη και αφιλόξενη και άδεια και τρομαχτική, άρχισε να μαλακώνει, να ημερεύει, και ίσως- ίσως να μας κλείνει και το μάτι υποσχόμενη πώς οι νύχτες μας θα μπορέσουν να γίνουν πιο μαγικές κι από εκείνες της Καμπίρια.

Και σκέφτηκα πως λίγο ακόμα και θα την ξανακερδίσουμε αυτήν την άχρονη πρωτεύουσα, αυτή την άγονη γαία, αυτήν την πόλη που λατρεύουμε να μισούμε. 

Κι ύστερα, περασμένα μεσάνυχτα, φτάσαμε σπίτι, ταΐσαμε τις γάτες της γειτονιάς και πέσαμε για ύπνο, λίγο πιο ονειροπόλοι.

Η Μάρω Κακαβέλα είναι μηχανολόγος μηχανικός.