Έστω κι αν η επιστημονική κοινότητα αδυνατούσε να προσδιορίσει το πότε, ήταν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα εκδηλωνόταν μια πανδημία, με την τελευταία να χρονολογείται από το 1918, γνωστή και ως «ισπανική γρίπη». Η βεβαιότητα αυτή εδραζόταν κυρίως σε δύο πράγματα: στα ιστορικά δεδομένα και στα περιβαλλοντικά δεδομένα.

Aπό τη σκοπιά της Ιστορίας

Μας έχει εφοδιάσει με τη γνώση ότι όλες οι πανδημίες στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουν εκδηλωθεί είτε σε περιόδους εντάσεως του διεθνούς εμπορίου, είτε σε περιόδους μετακίνησης μεγάλων μαζών πληθυσμού από το ένα μέρος στο άλλο, ανεξαρτήτως του ποιες αιτίες ανάγκασαν τις μάζες αυτές να μετακινηθούν. Όμως ας σημειωθεί εδώ -από την ιστορική σκοπιά πάντα- ότι οι αιτίες ήταν πάντοτε οι ίδιες, ότι ήταν επαναλαμβανόμενες και ότι μετριούνταν μόλις στα δάχτυλα του ενός χεριού: οι φυσικές καταστροφές, ο πόλεμος, ο λιμός(πείνα) και ο λοιμός(αρρώστια).

Σύμφωνα λοιπόν με όσα μας έχει διδάξει μέχρι τώρα η Ιστορία, από τη στιγμή που σε ένα παρόν εκπληρώνεται έστω η μία από τις δύο ικανές να οδηγήσουν σε πανδημία συνθήκες, η εκδήλωσή της από κει και πέρα είναι μόνο θέμα χρόνου. Στο παρόν που ζούμε, η πρωτοφανής ένταση του διεθνούς εμπορίου λόγω της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης συνιστά τη μία συνθήκη. Κι ενώ η συνθήκη αυτή αφορά ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, στην ευρωπαϊκή ήπειρο προστίθενται επιπλέον και τα μεταναστευτικά κύματα, τόσο προσφύγων από τους πολέμους που μαίνονται σε χώρες οι οποίες βρίσκονται κοντά στα γεωγραφικά σύνορά της, όσο και οικονομικών μεταναστών από μακρινές χώρες οι οποίες μαστίζονται από φτώχεια. Κατά συνέπεια και σε ό,τι αφορά στη δημόσια υγεία, λίγο πριν από την εκδήλωση της πανδημίας συνυπήρξαν στον ευρωπαϊκό χώρο και οι δύο συνθήκες, η συμμετοχή τους όμως στην εκδήλωσή της δεν ήταν ισότιμη. Για την επιστημονική ακρίβεια των πραγμάτων, τα μεταναστευτικά κύματα ουδόλως πυροδότησαν την πανδημία, όπως πιθανώς εσφαλμένα θα συμπέραινε κανείς. Αντιθέτως, υπήρξαν και αυτά θύματά της.

Η πανδημία στον ευρωπαϊκό χώρο πυροδοτήθηκε από πολίτη κινεζικής καταγωγής φορέα του ιού, ο οποίος τον μετέδωσε σε Ευρωπαία πολίτη κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στην Ιταλία για τις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου. Το γεγονός αυτό φέρνει με τη σειρά του στο προσκήνιο την Κίνα, όχι για να στιγματιστεί ως υπεύθυνη για την τραγωδία, αλλά διότι εκεί εντοπίζεται η πρώτη εστία -καταγραφή η οποία είναι απαραίτητη στη μεθοδολογία που ακολουθεί η δημόσια υγεία-, καθώς και διότι είναι το σημείο στο οποίο στην παρούσα πανδημία η δημόσια υγεία τέμνεται με το περιβάλλον.

Από τη σκοπιά του Περιβάλλοντος 

Το 2012 τέθηκε σε πλήρη λειτουργία στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας ένα γιγαντιαίο υδροηλεκτρικό έργο, γνωστό με την ονομασία «Φράγμα των τριών φαραγγιών». Εκμεταλλεύεται το νερό ενός από τους μεγαλύτερους ποταμούς του κόσμου, του Γιανγκτσέ, και κατασκευάστηκε προκειμένου να υποστηρίξει ενεργειακά τη βιομηχανική παραγωγή αυτού του κράτους. Η άνθιση την οποία γνωρίζει η σύγχρονη Κίνα στον συγκεκριμένο τομέα είναι άνευ προηγουμένου στην ιστορία της και οφείλεται κατά κύριο λόγο σε δύο παράγοντες: αφενός στην παγκόσμια αύξηση της ζήτησης για προϊόντα που συνδέονται με την 4η βιομηχανική επανάσταση, αφετέρου στο γεγονός ότι πολλές βιομηχανίες της Δύσης έχουν μεταφέρει τις μονάδες παραγωγής τους στο έδαφός της.

Η λειτουργία του συγκεκριμένου φράγματος διατάραξε συθέμελα το οικοσύστημα της περιοχής στην οποία κατασκευάστηκε, αλλοιώνοντας το τοπίο και ανεβάζοντας, σταθερά πλέον, την υγρασία σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι δύο αυτές «προσβολές» του παλαιού οικοσυστήματος, δηλαδή η αλλοίωση του φυσικά διαμορφωμένου τοπίου και η αλλαγή του μικροκλίματός του, εξανάγκασαν όχι μόνο ένα μεγάλο τμήμα του γηγενούς πληθυσμού να εγκαταλείψει  τις πατρογονικές εστίες του, αλλά και πολλούς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου που ενδημούσαν σε αυτό, να μεταναστεύσουν σε αναζήτηση αλλού των συνθηκών διαβίωσης που είχαν απωλέσει εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης. Ανάμεσά τους και οι νυχτερίδες, ξενιστές του κορονοϊού, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, όταν πλέον στην πόλη Γιουχάν, πρωτεύουσα της επαρχίας που φιλοξενεί στο έδαφός της το γιγαντιαίο υδροηλεκτρικό έργο, ξεσπούν τα πρώτα παγκοσμίως καταγεγραμμένα κρούσματα covid-19. Η οδός μετάδοσης του ιού από τις νυχτερίδες στον άνθρωπο ήταν η τροφική αλυσίδα, καθώς τα άτυχα πτηνά έπεσαν θύματα θηρευτών σπάνιων εδεσμάτων, τα οποία στη συνέχεια διατέθηκαν προς κατανάλωση σε διάφορες τοπικές αγορές, ανάμεσά τους και σε αυτή της Γιουχάν. Από κει και πέρα, η πορεία των γεγονότων είναι γνωστή.

Ο συσχετισμός που μόλις παρατέθηκε μεταξύ δημόσιας υγείας και περιβάλλοντος προκειμένου να εξηγήσει την τωρινή κατάσταση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, δεν αποτελεί επ’ ουδενί θέσφατο. Είναι απλώς μια προσεγγιστική άποψη του φαινομένου. Ενδεχομένως στο μέλλον να υπάρξουν και άλλες απόψεις επ’ αυτού, περισσότερο ή λιγότερο επικρατείς.

Ας μου επιτραπεί για το τέλος ένα σχόλιο, φιλοσοφικής τάξεως παρά επιστημονικής. Το να υπηρετεί κανείς πάση θυσία -όπως κατά τεκμήριο το κάνουν κυρίως οι αναπτυγμένες χώρες-το όραμα μιας τεχνολογικής ευδαιμονίας σαν αυτή που υπόσχονται η 4η βιομηχανική επανάσταση και η 5η που σύντομα θα τη διαδεχθεί, αποδεχόμενος ότι κάθε σκοπός για την υλοποίησή του αγιάζει εκ προοιμίου τα μέσα, δεν αποτελεί καλή ασφαλιστική δικλείδα για τη λειτουργία του κόσμου. Ο άνθρωπος ως μονάδα και ό,τι τον περιβάλλει ως φυσικός πλούτος είναι τα μοναδικά δομικά στοιχεία της ζωής, προορισμένα από τη φύση να ισορροπούν διαρκώς μεταξύ τους. Αυτή είναι η βασική σύμβαση της ζωής, απαράλλακτη στους αιώνες. Εάν λοιπόν κάθε φορά, στο όνομα της κάλυψης ποικίλων αναγκών του ανθρώπου, ακόμα και των πιο αμετροεπών, δηλαδή εκείνων που αποκλίνουν κατά πολύ από την κλίμακα των πραγματικών αναγκών του, πιστεύει κάποιος ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμά του να καταστρατηγεί αυτή τη σύμβαση, έχει -κατά τη γνώμη μου- μια ολότελα λανθασμένη αντίληψη για τον κόσμο, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί μοιραία, όπως συμβαίνει τώρα.

Ο Γιώργος Χριστόπουλος είναι απόφοιτος της Οδοντιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στην Παιδιατρική Οδοντιατρική από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Denis Diderot (Paris VII) καθώς και στη Δημόσια Υγεία, στα Οικονομικά της Υγείας και στη Δημόσια Υγεία και Περιβάλλον από την Ιατρική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως παιδοδοντίατρος.