Παρακολουθούμε αυτές τις μέρες ένα νέο επεισόδιο ενός σίριαλ που έχει ξεκινήσει το 1982, όταν και καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή στην ελληνική εκπαίδευση. Η κατάργηση αυτή θεωρήθηκε (ορθά) μια σημαντική νίκη για τον κλάδο των εκπαιδευτικών. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω εδώ ούτε τους λόγους ούτε τα επιχειρήματα που οδήγησαν στην κατάργηση αυτή.
Έκτοτε έχουμε παρακολουθήσει τουλάχιστον δεκαπέντε επεισόδια με τους ίδιους (θεσμικούς) πρωταγωνιστές και την ίδια κάθε φορά κατάληξη. Από την μία μεριά η κεντρική εξουσία με εκφραστή τον/την εκάστοτε Υπουργό και από την άλλη ο εκπαιδευτικός κλάδος με εκφραστές τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Στην μέση οι μαθητές (οι μόνοι που αξιολογούνται…) οι γονείς, η κοινωνία. Θα επιχειρήσω να επαναλάβω συνοπτικά τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί σε έναν «διάλογο» ο οποίος ουδέποτε έχει καταλήξει σε συμφωνία ή συναίνεση. Είμαι βέβαιος ότι οι συμμετέχοντες σε αυτόν τον διάλογο γνωρίζουν πολύ καλά τα επιχειρήματα αυτά και επιλέγουν ποια θα αξιοποιήσουν κάθε φορά ανάλογα με την συγκυρία. Η διεθνής και η ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι πολύ πλούσια και καλύπτει όλο το φάσμα των πιθανών επιχειρημάτων υπέρ και κατά κάθε πιθανής μορφής αξιολόγησης.
Το Υπουργείο προτείνει για πολλοστή φορά την αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων επικαλούμενο τα γνωστά (και εν πολλοίς σωστά) επιχειρήματα υπέρ της αυτοαξιολόγησης. Ενδεικτικά: αποτίμηση και βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αξιοποίηση των ιδιαίτερων φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών της μονάδας, ενεργοποίηση των εκπαιδευτικών αλλά και ικανοποίηση του αιτήματος για λογοδοσία στην κοινωνία. Σημειώνω ότι η αυτοαξιολόγηση διεθνώς θεωρείται (και είναι) η αντιπρόταση των εκπαιδευτικών απέναντι στην αυταρχική, απειλητική εξωτερική αξιολόγηση η οποία ελέγχεται με όρους παιδαγωγικούς, διδακτικούς, εκπαιδευτικούς.
Όμως, μια προσεκτική μελέτη των όρων των προϋποθέσεων αλλά και της διεθνούς πρακτικής για την (αυτο)αξιολόγηση αναδεικνύει άλλα, ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα. Ότι για παράδειγμα οι μονάδες και οι εκπαιδευτικοί (θα πρέπει να) διαμορφώνουν μόνοι τους τους δείκτες τα κριτήρια και της διαδικασίες της αξιολόγησης (τους), ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κουλτούρας συνεργασίας εμπιστοσύνης και συλλογικότητας, ότι σε «έκτακτες» συνθήκες (βλ. πανδημία), οι διαδικασίες, τα κριτήρια και οι όροι της αυτοαξιολόγησης διαφοροποιούνται, ότι η αυτοαξιολόγηση απαιτεί, χρόνο και προσωπικό. Πιο σημαντικό ίσως είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η εκπαιδευτική μονάδα πρέπει να αξιολογείται και να λογοδοτεί για τις πτυχές του εκπαιδευτικού έργου που της αναλογούν. Σε ένα συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα όπως το δικό μας όμως, κρίσιμοι για την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου παράγοντες όπως το αναλυτικό πρόγραμμα, η αριθμητική επάρκεια του εκπαιδευτικού δυναμικού, η επάρκεια των υποδομών, δεν είναι υπόθεση των μονάδων αλλά της κεντρικής εξουσίας.
Αν λοιπόν τα παραπάνω χαρακτήριζαν την πρόταση του Υπουργείου, τότε δύσκολα οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την (αντι)στάση τους και πράγματι θα ήταν υπόλογοι στην κοινωνία, τους γονείς και τους μαθητές τους. Δυστυχώς, η πρόταση είναι στρεβλή, σε πολλά σημεία εκτός πραγματικότητας και μάλιστα ακολουθείται από την πρόταση για ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών… Αν δεν πρόκειται για άγνοια της πραγματικότητας ή της θεωρίας της αυτοαξιολόγησης, τότε είναι είτε αυτοϋπονόμευση, είτε προώθηση πολιτικής και όχι εκπαιδευτικής ατζέντας η οποία δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια! Σημειώνω και την προσφυγή στα δικαστήρια κατά των εκπαιδευτικών οργανώσεων.
Και οι εκπαιδευτικοί; Για πολλοστή φορά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών αντιδρούν στην (αυτο)αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων. Αρκετά από τα επιχειρήματα είναι κατά την γνώμη μου επίσης ορθά. Είναι αλήθεια ότι τα σχολεία δεν έχουν ακόμα μπει σε κανονικότητα και οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν (μόνοι τους) τα τεράστια προβλήματα (παιδαγωγικά, διδακτικά, οργανωτικά) που έφερε η πανδημία. Σε αυτή την φάση υποστηρίζουν ότι πολύ πιο χρήσιμη θα ήταν η αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο οι μονάδες και οι εκπαιδευτικοί, με τις δικές τους δυνάμεις και δυνατότητες αντιμετώπισαν την κρίση,και των δυνατοτήτων που δίνει η εξ αποστάσεως εκπαίδευση από εδώ και πέρα στα σχολεία. Η αυτοαξιολόγηση υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να εστιάσει σε τέτοιες παραμέτρους του εκπαιδευτικού τους έργου και αυτό θα μπορούσε να ήταν η αρχή της ανάπτυξης κουλτούρας εμπιστοσύνης Ζητούν δε, ως ένδειξη ανάπτυξης της απαιτούμενης κουλτούρας εμπιστοσύνης να τους πιστωθεί η προσπάθεια και η λειτουργία της τηλεκπαίδευσης χωρίς καμία προετοιμασία και υποστήριξη.
Όμως, παρατηρεί κανείς και επίκληση επιχειρημάτων, εν πολλοίς παρωχημένων, που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τον λόγο των συνδικαλιστικών οργανώσεων από το 1985 και μετά. Δεν απορρίπτουν μεν επί της αρχής την αξιολόγηση, αλλά θεωρούν ότι θα πρέπει να «ωριμάσουν οι συνθήκες», να μην υπάρχουν στοιχεία εκβιασμού, να συζητηθούν τα κριτήρια, να υπάρξει χρόνος για να ασχοληθούν οι εκπαιδευτικοί, να μην γίνει κατηγοριοποίηση των σχολείων κλπ. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, πόσες φορές θα πρέπει να συζητηθούν τα κριτήρια, αν αρκούν 35 χρόνια για να ωριμάσουν οι συνθήκες, αν τα διεθνώς αποδεκτά κριτήρια δεν μας αρκούν. Έχω την αίσθηση ότι ακόμα και αν όλα τα παραπάνω αντιμετωπίζονταν, θα είχαμε νέα παραγωγή επιχειρημάτων προκειμένου να «μην περάσει η αυτοαξιολόγηση» η οποία, επαναλαμβάνω, είναι διεθνώς η αντιπρόταση των εκπαιδευτικών! Αυτή η στάση όμως αν δεν ερμηνευθεί ως προώθηση πολιτικής ατζέντας σύγκρουσης, είναι επίσης στάση αυτοϋπονόμευσης.
Όλα αυτά τα χρόνια κατά την γνώμη μου οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν καταθέσει μια ολοκληρωμένη (αντι)πρόταση για την αξιολόγηση. Μια πρόταση που θα περιλαμβάνει, όρους, όρια προϋποθέσεις και πρακτικές, θα αποτελέσει την βάση συζήτησης με το Υπουργείο και θα δείξει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν φοβούνται την αυτοαξιολόγηση, δεν αποφεύγουν να λογοδοτήσουν στην κοινωνία για το έργο τους. Μια πρόταση που θα αναδεικνύει τον ρόλο τους, τις αγωνίες τους, την συνέπειά τους και την συνεχή προσπάθεια της πλειονότητάς τους να ανταποκριθούν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Μια πρόταση που θα έφερνε στην επιφάνεια εξαιρετικές πρακτικές που αναδεικνύουν τα σχολεία σε πραγματικούς πυρήνες μάθησης. Μια. πρόταση που θα έδινε στους εκπαιδευτικούς το πλεονέκτημα των κινήσεων. Μια πρόταση αναπτυξιακής και συμμετοχικής (αυτο)αξιολόγησης όπως την προτείνει το, ουδόλως αντιδραστικό, κίνημα της Κριτικής Παιδαγωγικής.
Η αίσθηση που έχω λοιπόν είναι ότι η αυτοϋπονόμευση που περιέγραψα παραπάνω δεν ερμηνεύεται με όρους εκπαιδευτικούς αλλά μάλλον με όρους (πολιτικής) σύγκρουσης. Η πολιτική ηγεσία υπηρετεί μια σαφή πολιτική ατζέντα με επιρροές από την ΕΕ αλλά και υπερεθνικούς οργανισμούς (ΟΟΣΑ) και επιχειρεί να την υλοποιήσει με συνέπεια. Οι εκπαιδευτικοί αναζητούν συνεχώς άλλοθι ως στρατηγική αντίστασης για να μην χρεωθούν την «ταπείνωση» της υλοποίησης της αξιολόγησης για πρώτη φορά μετά το 1982, αλλά να τους πιστωθεί για μια ακόμη φορά η ακύρωσή της.
Καταληκτικά, αν ο σχετικός διάλογος διεξαχθεί με όρους εκπαιδευτικούς, μπορεί να καταλήξει σε συναίνεση για την εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης, με όρους, όρια και προϋποθέσεις. Αν ο διάλογος συνεχίζει να διεξάγεται με όρους πολιτικής επιβολής και αντίστασης, προβλέπω κι άλλα πολλά επεισόδια σε ένα κακόγουστο σίριαλ.