Πήγαμε διακοπές. Όσοι δεν προλάβαμε πέρυσι ήμασταν αποφασισμένοι να πάμε πάση θυσία φέτος, λες και δεν θα είχαμε ξανά την ευκαιρία. Μα αν δεν την είχαμε τι ήταν τότε αυτή η επιστροφή στην κανονικότητα που όλοι διατυμπάνιζαν;

Πήγαμε διακοπές. Πακετάραμε τα όνειρα μας, καλοδιπλώσαμε τις ελπίδες μας, διαλέξαμε ποιες από τις προσμονές μας θα μας συντρόφευαν σ’ αυτή την προσπάθεια να δείξουμε ότι το παρελθόν απέκτησε επιτέλους σύνδεση με το παρόν κι απλώνει το χέρι προς το αβέβαιο μέλλον. Πάντα αβέβαιο το μέλλον, πάντα επισφαλές.

Πήγαμε διακοπές. Στριμωχτήκαμε σε ουρές για εισιτήρια, σε ουρές για επιβίβαση, σε ουρές για εξυπηρέτηση. Χωρίς αποστάσεις, χωρίς μέτρα, προκαταβολές κανονικότητας. Χωρίς φόβο. Ήταν λοιπόν τόσο εύκολο να τον εξορκίσουμε; Ήταν τόσο εύκολο να ξεχάσουμε τις ουρές στα φαρμακεία, στους διαδρόμους των νοσοκομείων, έξω από τα κέντρα εμβολιασμού;

Πήγαμε διακοπές. Μα στην επιστροφή δεν κλείνει η βαλίτσα. Δεν μπορούν να συμπιεστούν όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και είναι τόσα που δεν αφορούν μόνο στον προσωπικό μας μικρόκοσμο αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και όμως δεν θέλουμε μερικοί ούτε να το καταλάβουμε ούτε να το δούμε.

Ο εχθρός εξακολουθεί να υπάρχει, ο εχθρός δυναμώνει, ο εχθρός είναι άγνωστος, ο εχθρός μεταλλάσσεται, δεν ξέρουμε πώς να τον αντιμετωπίσουμε, πολεμάμε χωρίς να ξέρουμε ούτε τον εξοπλισμό ούτε τις τακτικές που πρέπει να ακολουθήσουμε. Υποθέσεις και μόνο υποθέσεις.

Πήγαμε διακοπές ή νομίσαμε ότι πήγαμε; Τι πήραμε μαζί μας και τι ξεχάσαμε εκεί;

Η ίδια πόλη μας περίμενε, πιο θλιμμένη θαρρώ, πιο σιωπηλή κι ας είχε τόσο κόσμο στους δρόμους. Η ίδια σιωπή φωλιάζει παντού, μπροστά και πίσω από τους θορύβους, η ίδια αγωνία στο βλέμμα, η ίδια αβεβαιότητα στα ακροδάχτυλα.

Καφές βιαστικός, βήμα γρήγορο, μάσκα στο συναίσθημα και στην αναπνοή μας, πιστοποιητικό στην τσέπη, προσπάθειες υποχρεωτικότητας, σιωπές και αντιδράσεις ένοχες, βουβές και βουερές αντάμα, σκυφτά κεφάλια, βλέμματα φευγαλέα.

Πριν ακόμα φύγει η αλμύρα από το δέρμα ήρθε η συννεφιά να σκεπάσει τον ορίζοντα και είναι από τις άσχημες συννεφιές αυτή, από αυτές που καταφέρνουν και περνούν μέσα μας και δυσκολεύουν τις σκέψεις μας έτσι όπως πνίγουνε το φως.

Γυρίσαμε από διακοπές. Αποδελτιώνουμε τους νόμους, επιβάλλουμε σιωπηλά μέτρα προσωπικά κι αναρωτιόμαστε, έτσι θα είμαστε από δω και πέρα; Κλεισμένοι σε κύκλους ομόκεντρους; Σε γωνίες συμπληρωματικές; Σε διαδρομές αδιέξοδες;

Απλώνουμε μανδύες και προχωράμε περιμένοντας τα πρωτοβρόχια να ξεπλύνουν την σκοτεινιά που καλύπτει τα πρωτοσέλιδα και τους υπέρτιτλους, αποστρέφοντας το βλέμμα από ό,τι μας ταλάνισε χωρίς να ξέρουμε πού να αποθέσουμε τις ελπίδες μας.

Γεμίσαμε Κασσάνδρες που βγήκαν στα μπαλκόνια και στα παράθυρα κι αντιμάχονται τους προφήτες. Ποιανού τον λόγο να κρατήσεις; Ποιον να εμπιστευτείς; Πληθαίνουν οι σταυροί στα ξωκκλήσια σαν άσπρα μαρμαρένια δάση, στοιχειώνουν τις στατιστικές.

Βουβά τα δάκρυα μετρούν τις απουσίες, κενά δυσαναπλήρωτα αντηχούν σιωπές, αριθμοί εναλλασσόμενοι απειλητικοί μας περικυκλώνουν. Καμένα δάση και ζωές καμένες, χαμόγελα ορφανά σε χείλη πικραμένα.

Πήγαμε διακοπές και γυρίσαμε. Ας τυλιχτούμε τουλάχιστον την ελπίδα, σαν το αεράκι που δροσίζει τα απογεύματα, ας είναι αυτή η ασπίδα μας, η ελπίδα, κι ας είναι η απόφαση το δόρυ μας, η δύναμή μας.

Μη μας τρομάξει ο ζόφος που απλώνεται και πάλι. Στον κόρφο μας θυμάρι και μυρωδιές κλεμμένες από καιρούς παλιούς και φωτεινούς γεμάτους ηλιαχτίδες και λειμώνες εύφορους, γεμάτους όνειρα και παραμύθια και μάτια που δεν φοβούνται να καρφωθούνε σ΄ άλλα μάτια και κορμιά που δεν φοβούνται ν’ αγκαλιαστούνε.

Χέρι με χέρι θα προχωρήσουμε, βήμα με βήμα θα φτάσουμε, μάχη με μάχη θα τον κερδίσουμε τον πόλεμο και τότε αντί για οιμωγές και προσευχές στις παννυχίδες, ολημερίς θα αντηχούνε θριαμβικοί παιάνες.