Παράξενο φθινόπωρο, σιωπηλό και απειλητικό, σαν μαύρο σύννεφο που κουβαλάει μπόρα και στέλνει που και που μια βροντή να μας τρομάξει. Μόνο που οι βροντές είναι πολλές και, ευτυχώς, οι ψιχάλες λίγες. 

Άδειασε το βλέμμα από ζωντάνια και γέμισαν οι εικόνες φόβο. Χρώματα, δυνατά, ψυχρά, εναλλάσσονται ταχύτατα σε οθόνες υψηλής ευκρίνειας, υπέρτιτλοι και υπότιτλοι μάχονται για τα λίγα δευτερόλεπτα προσοχής ενός κοινού που εθίζεται ολοένα σε αυτή την ταχύτητα εναλλαγής και κατανάλωσης, στην φιλοσοφία της ευκολίας και της κλειδαρότρυπας.

Δεν προλαβαίνει η μνήμη να κρατήσει ή εκπαιδεύεται να μη κρατά; Δεν προλαβαίνει το στόμα να μιλήσει ή εκπαιδεύεται να μη μιλά;

Κίνηση στους δρόμους, κινητικότητα στους αιθέρες, ποτάμια πολύβουα σωπαίνουν, σουρουπώνει επί δικαίους και αδίκους. Μαζεύουνε οι μικρές δρυάδες τα χρώματα του ουράνιου τόξου, κρύβουν σε σπηλιές απάτητες τα λάβαρα και τις πολεμικές σημαίες, φτάνουν οι πόλεμοι, φτάνουν οι ιαχές από τις φάλαγγες, αφήνουν μόνο ένα αχνογάλαζο να τα σκεπάζει όλα και κάτι κορδέλες πορτοκαλί να βρίσκει η μνήμη να πορεύεται έτσι όπως γυρνά ψάχνοντας να ξαποστάσει.

Αρχίζει η νύχτα και φωτίζεται, όχι από τ’ αστέρια, αυτά δεν φαίνονται στον ουρανό της πόλης, από οθόνες κινητών που ανάβουν στιγμιαία μεταφέροντας μηνύματα, προσπαθώντας απελπισμένα μέσα σε περιορισμένους χαρακτήρες και μικρά σχήματα να εγκλωβίσουν αισθήματα και έννοιες δυσανάλογες της εικόνας τους.

Μαζεύουμε όνειρα και σχέδια που αναβάλλουμε, τα διπλώνουμε και τα τοποθετούμε σε κουτάκια όμορφα, πολύχρωμα να κάνουν αντίθεση με την γενική κατήφεια. Στολίζουμε ράφια με τις αναμνήσεις που θα θέλαμε να έχουμε και κρεμάμε ερωτηματικά στους τοίχους αναπάντητα. Έτσι θα πορευόμαστε από δω και πέρα; έτσι θα δένουμε τις ζωές μας σε άρματα αμφίβολης ενημέρωσης;

Πρέπει να μάθουμε να κινούμαστε σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο, ν’ αναπνέουμε αυτόν τον φιλτραρισμένο αέρα, να μην αγγίζουμε όσο και να μας γοητεύει η παρόρμηση, όσο κι αν το σώμα ενθυμείται κι αναζητά.

Κύμβαλα πολέμου αντηχούνε από μακριά, φωτιές καίνε στο διάβα τους την ιστορία, λόγια απειλές και κατάδεσμοι παντού, στα σκοτεινά περιδιαβαίνει η Εκάτη, κουράστηκαν οι Ευμενίδες να καταριούνται και να ζητάνε τιμωρίες, κουράστηκαν και οι Ατρείδες τους τάφους τους να ψάχνουν, μονάχα η Δίκη ακούραστη κρατά φτερό και γράφει, γράφει, γράφει… 

Μαύρο το χώμα, μαύρο το βλέμμα, μαύρος ο ορίζοντας… Φωτιές μέσα στην νύχτα, χιλιάδες χρόνια αγεφύρωτα, χιλιάδες χιλιόμετρα συχνοπερπατημένα, χιλιάδες λέξεις βουβές, άηχες. Με τη ζωή τους σε ένα μπόγο περιφέρονται γυναίκες δίπλα στους πέτρινους φράχτες ψάχνοντας τόπο να κοιμίσουν τα παιδιά τους, τόσος κόπος, τόσος τρόμος για να γεμίσει ένα βλέμμα φόβο κι απελπισία, τόσος δρόμος για να φτάσουν στο πουθενά. 

Πάνω σε γη που κάηκε πλαγιάζει η Ηλέκτρα να την αφουγκραστεί πάλι να ζωντανεύει, θρηνούν μαζί της τα κλαδιά, οι δρόμοι, οι πλίθοι οι χιλιόχρονοι, κι από μακριά ο χορός των χοηφόρων ν’ ακροπατεί λίγο πριν μπει στην ορχήστρα, ίσα που ακούγονται  σαν ψίθυροι τα λόγια τους:

Έφυγε πια κι εχάθη το σέβας το παλιό το αδάμαστο 

κι ανίκητο απ’ όλους

που τ’ άκουγε κανείς κι ημέρευε ο νους του

και μόνο ο φόβος έμεινε

για τους θνητούς που να ευτυχείς

σαν τον θεό μεσ’ τους θεούς και πιο πολύ φαντάζει.

Μα Δίκη θεία κι άγρια γοργά τους τιμωρεί,

άλλους στο φως, 

κι άλλους για χρόνια τους κρατά στις παρυφές του σκότους

με συμφορές και βάσανα γεμάτους

κι άλλους σε Νύχτα ατέλειωτη κι απέλπιδα τους ρίχνει.*

Δύσκολες, πολύ δύσκολες, οι καταστάσεις που μεσολαβούν σαν χάνεται το φώς στην αμφιλύκη κι ένα ένα ανάβουν τα λυχνάρια τους δειλά στα παραθύρια, χορό να στήνουν οι σκιές να παραλλάσουνε μορφές, να μπλέκουν όνειρα κι αλήθειες, να ξεγελιέται ο φόβος. Άραγε πώς σβήνει μια εποχή μέσα σε μια άλλη; Ποιά είναι και τι θα ζητά αυτή που μέλλεται να έρθει;

Αναμμένο κρατούν οι Εστιάδες τον λύχνο της ελπίδας να μη χαθούμε όπως βαδίζουμε ψηλαφιστά μες στο σκοτάδι της αβεβαιότητας κι οι Νηρηίδες ξέπλεκες μας φέρνουνε από τους ωκεανούς, δώρα πολύτιμα, κοχύλια για να βάλουμε στο αυτί, να μη ξεχάσουμε, να θυμηθούμε, να πάρουμε κουράγιο ακούγοντας απόηχους από τα αλλοτινά μας καλοκαίρια.

*Από τις Χοηφόρες του Αισχύλου

 

Ο Νίκος Μητούσης είναι συγγραφέας.
Από τις εκδόσεις ΧΑΡΤΙΝΗ ΠΟΛΗ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του
«Οι κουρελούδες της Αλισάβας» και «Από την μνήμη στην καρδιά»