Δρόμοι γεμάτοι σκιές που μεγαλώνουν, δρόμοι μεγάλοι, δρόμοι μικροί, παράδρομοι και λεωφόροι, σοκάκια ανηφορικά και στενά κακοτράχαλα. Δρόμοι είναι η ζωή μας, όχι περίπατοι ∙ κι εμείς στρατολάτες, σκυφτοί προσκυνητές του άγνωστου βαδίζουμε χωρίς κομποσκοίνια, χωρίς προσευχητάρια, ψελλίζουμε πολλές φορές λόγια ακατάληπτα κι άλλες φορές παραμιλάμε, σπάνια δε, πολύ σπάνια, μπορεί και να τραγουδήσουμε, αλλά τις πιο πολλές φορές σιωπούμε σαν να συμμετέχουμε σε μια ιερουργία μυστική, μέλη μιας πομπής ατέρμονης κι αέναης, σιωπηλής.

Νύχτες εναλλάσσονται με ημέρες, εβδομάδες γίνονται μήνες, τρίμηνα, τέρμινα. Οι γραμμές στα χέρια μπερδεύονται, αποπροσανατολίζουν αυτόν που θέλει να τις εξηγήσει, λείες επιφάνειες από τον ιδρώτα οι παλάμες αδυνατούν να κρατήσουν ή να κρατηθούν. Γλιστράει η ζωή ανάμεσα τους.

Έρωτες εφηβικοί πετάνε ολόγυρα, πόθοι σαρκικοί, ανομολόγητοι, ντυμένοι με ξέφτια συγχώρεσης ακολουθούν, μαζί και χώρια, χρόνος και μνήμη, γαϊτανάκι στημένο σε ερειπωμένα αρχαία κρηπιδώματα. Που πήγαν οι ναοί, που χάθηκαν τόσοι προσκυνητές, ποιόν τοίχο κοσμούν τα κλεμμένα αναθήματα, σε ποιες προθήκες  εκτίθενται τα κτερίσματα από τάφους απογοητεύσεων συλημένους;

Αρώματα που εξατμίζονται πάνω στο δέρμα οι αναμνήσεις, βυθισμένες στο λιόγερμα οι κοινές πορείες, στο λιόγερμα που άλλοι το κυνηγούν και άλλοι το φοβούνται, ημίφως να τυλίγει σώματα παλιά, καιρών αλλοτινών, ευχών που χάθηκαν χωρίς ένα ριπίδισμα στην επιφάνεια της λίμνης που στέκει ακίνητη να ερωτοτροπεί με τους ουράνιους σχηματισμούς γιορντάνι περασμένους στον λαιμό της.

Αιώνες δίσεκτους, βραχιόλια στο ένα χέρι της φοράει και προχωράει μαζί μας, ανάμεσα μας, άλλοτε ορατή, άλλοτε αόρατη. Νιότη την φωνάζουν μερικοί, Μοίρα κάποιοι άλλοι, κι αυτή ελίσσεται και εξελίσσεται, τώρα τελευταία κρατάει ένα φιαλίδιο με αντισηπτικό σφιχτά στο άλλο της χέρι και προχωράει ρωτώντας για τα παλιά και κοιτώντας χωρίς να βλέπει όλα αυτά που γίνονται, χωρίς να φοβάται τις σκιές που όλο μεγαλώνουν κι αλλάζουν μορφή και σχήμα ∙ μόνο έχει το χέρι, αυτό με τα βραχιόλια, απλωμένο μακριά για να κρατήσει το κακό.

Ο χρόνος χαρακιές στο δέρμα, στάλες χοντρές ιδρώτα, αλμύρα. Μνήμη ενσώματη, σε κάθε βήμα, δρόμος και πέλμα, αρχαία στάσιμα, μηχανές χωρίς θεούς, πάλι. Μόνοι σε δρόμους ψηλαφίζουμε ονόματα σκαλισμένα σε κορμούς  και στήλες αναθηματικές. Κύλικες κενές στα χέρια τα κληροδοτήματά μας, σπονδές σε αναμονή οι υποσχέσεις. Τυχεροί όσοι δέσαμε την σκιά μας, τυχεροί όσοι αναθυμόμαστε τα αγγίγματα, τυχεροί όσοι τα μοιραζόμαστε ακόμα, τυχεροί όσοι πορευόμαστε πλάι. 

Κι όλη η καταχνιά των ημερών, πέτρες στην ποδιά του Δευκαλίωνα, μα η γη άγονη δεν τις δέχεται κι ας έχει ποτιστεί με τόσο αίμα. Κυλούν οι πέτρες στη στέρφα γη, και μένουν πέτρες, δεν ενανθρωπίζονται. Σκοτείνιασε ο καιρός και σιγοβράζει, κρύβεται ο ήλιος φοβισμένος. Δυσκολεύουν οι δρόμοι που μας μέλλονται κι ας φέγγουν οι φωτιές του παρελθόντος. 

Λαοί σέρνονται εξανδραποδισμένοι, καραβάνια, ελπίδες βυθίζονται αύτανδρες. Συρματοπλέγματα υψώνονται να διατηρήσουν την τάξη. Ποιά τάξη, ποιό αίμα, πόσο ακόμα; Μακριά ο αχός και οι κλαγγές των όπλων, μακριά τα αλαλάζοντα κύμβαλα, κοντά οι προσευχές, οι οιμωγές, τα παρακάλια. Πένθιμες πομπές γύρω από σύμβολα. Αποστάσεις φλύαρες ανάμεσα σε σιωπές μεγαλόπρεπες.

Σιωπηλή συνεχίζει η πορεία. Σιωπηλοί συνεχίζουμε κι εμείς, αμήχανοι, πιασμένοι από το χέρι όσοι μπορούμε, μόνοι όμως οι περισσότεροι. Σβήνονται τα βήματα μας σαν να πατούμε σε άμμο υγρή, νοτισμένη από το κύμα ενός καλοκαιριού που κρύβεται σε ψίθυρους του αέρα και στα αντιφεγγίσματα της θάλασσας.

Ελπίδα και φόβος υφέρπων αδυσώπητος, προσμονή, αγωνία, επαίτες, προφήτες άνεργοι αγκαλιά με τις μοιρολογίστρες, δαφνοστεφανωμένοι κήρυκες στις άκρες, Σειρήνες και δημαγωγοί, θόρυβος μόνο τα λόγια τους. Δεν περίσσεψε κερί από τον Οδυσσέα, κρίμα.

Νύχτα κατεβαίνουμε χωρίς πυρσούς στην ακρογιαλιά να αποχαιρετίσουμε τα καράβια που σαλπάρουν κατάφωτα λάμνοντας βουβά στα σκοτεινά νερά, με την ευχή να μείνουνε σβηστές οι φρυκτωρίες.  

 

Ο Νίκος Μητούσης γεννήθηκε ένα χιονισμένο Φλεβάρη του 1963 σε ένα χωριό της Ροδόπης, τον Ίασμο. Σε ηλικία 18 ετών ήρθε στην Αθήνα όπου συνέχισε τις σπουδές του και παράλληλα εργάστηκε σε πολλές εταιρίες στον οικονομικό τομέα. Είναι λάτρης της φωτογραφίας, της μουσικής και των ταξιδιών. Από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Οι κουρελούδες της Αλισάβας και Από την Μνήμη στην Καρδιά.