Όχι δεν μας έφτανε η μαυρίλα που μας περιτριγυρίζει καθημερινά, ο φόβος και η παράνοια που μας έχει κλείσει ακόμα περισσότερο μέσα μας, έπρεπε να έρθουν και οι καταγγελίες για παρενοχλήσεις από διάφορους χώρους να μας ξεβολέψουν από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμό μας, να σκάσουν γύρω μας σαν αστραπές μόνο και μόνο για να μας κάνουν να νοιώσουμε ακόμα περισσότερο το μαύρο σκοτάδι. Γιατί το σκοτάδι μπορεί να νικιέται από το φως αλλά επανέρχεται πιο άγριο μόλις το φως εκλείψει. Και υπάρχει πολύ σκοτάδι, κι ακόμα περισσότερο στις ψυχές κάποιων ανθρώπων.

«Αρχή άνδρα δείκνυσι» έλεγαν οι αρχαίοι, η εξουσία δηλαδή φανερώνει την ποιότητα κάθε ανθρώπου. Εκεί παίζεται και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι, στην εξουσία και στην λάθος χρήση της. Στην δύναμη που αποκτά κανείς να επιβάλει τον εαυτό του, να πραγματοποιήσει κάθε του διαστροφή. Γι’ αυτόν βέβαια δεν είναι διαστροφή, είναι απόλυτα φυσιολογικό ο δυνατός να επιβάλλεται παντοιοτρόπως στον αδύνατο, απόλυτα φυσιολογικό και απόλυτα αποδεκτό μες στην στενομυαλιά του.

Και μετά σκοτάδι, πηχτό σκοτάδι, και μετά σιωπή, πολλή σιωπή, να σκεπάζει τα πάντα, και μετά ψυχές για πάντα σακατεμένες. Δεν υπάρχουν μετά αναστήματα να υψωθούν, δεν υπάρχουν μετά βλέμματα να σηκωθούν, δεν υπάρχουν μετά γροθιές να σφιχτούν, μόνο ντροπή, μόνο σιωπή, μόνο φόβος. Μαθαίνουν να κινούνται στο σκοτάδι με τον φόβο σαν ρούχο κολλημένο πάνω τους, μαθαίνουν να μιλάνε με το βλέμμα χαμηλωμένο, στις άκρες να περπατάνε μαθαίνουν, μακριά από τους υπόλοιπους, στην σκιά τόσων δακτύλων σηκωμένων έτοιμων από καιρό να καταδείξουν, να κατηγορήσουν θέλοντας τάχα να νουθετήσουν.

Απελπισία. Δράμα και κλάμα βουβό. Από την αρχαιότητα ακόμα. Στέκουν μόνες στα άφεγγα, ατιμασμένες και τιμωρημένες η Δήμητρα, η Καλλιστώ, η Δανάη, η Κασσάνδρα κρατημένη ακόμα από το άγαλμα της Αθηνάς να παρακαλεί τον Αίαντα τον Λοκρό να σταματήσει, παρέα με τόσες σύγχρονες, κορίτσια και γυναίκες που μπορεί και να πέρασαν δίπλα μας που δεν είχαν τρόπο να φανερώσουν τον πόνο τους κι άλλες τον έκαναν τέχνη σαν την ζωγράφο Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι[i] που την δική της περιπέτεια την έκανε βιβλική ιστορία και πέρασε στην αθανασία η δίψα της για εκδίκηση κι άλλες για ασπίδα σήκωσαν την οργή τους όπως η Μέδουσα, βιασμένη από τον Ποσειδώνα και τιμωρημένη από την ίδια την Αθηνά, να φέρνει θάνατο με το φοβερό της πρόσωπο, αυτή που ήταν η πιο όμορφη από όλες κι έφτασε να είναι ο τρόμος όλων.

Μα και πιο πέρα από τη δική μας γειτονιά, σε σοκάκια εβραϊκά, κέλτικα ή και σκανδιναβικά οι ίδιοι θρήνοι από γυναίκες ατιμασμένες ακούγονται. Και δεν έχουν γλώσσα οι θρήνοι, δεν έχει πατρίδα το κακό, σ’ όλες τις γλώσσες ίδιος είναι ο πόνος, ίδιες είναι και οι μαχαιριές που αυλακώνουν τις ψυχές. Και η σιωπή είναι ίδια, απειλητική και παγκόσμια. Και η συγκάλυψη ακόμα χειρότερη ίδια με την δικαιολόγηση του ένοχου, κι ο ένοχος είναι πάντα ο ίδιος, ο δυνατός, αυτός που επιβάλλεται με την βία, κανένας άλλος.

Δεν χωρούν ερωτήσεις, μόνο σεβασμός στο θάρρος της αποκάλυψης, δεν είναι εύκολο, ποτέ δεν ήταν. Μέσα από τους αιώνες αμέτρητα θύματα ζητούν ακόμα δικαίωση, αμέτρητες ψυχές μετρούν πληγές μες στα σκοτάδια, αμέτρητοι λυγμοί μένουν βουβοί. Πόσα να είναι τα όνειρα που δώσανε τον τόπο τους σε εφιάλτες; Πόσα να είναι τα κορμιά που δεν θα αφεθούν ποτέ να ξανανιώσουν χάδι;

Ναός είναι το σώμα. Ιερό. Δεν είναι γη να καταπατηθεί. Ναός και τόπος για λατρεία, για σεβασμό, δεν πρέπει να συλείται. Συναίνεση. Λέξη μαγική και υλικό απαραίτητο για να υπάρξει μαγεία. Συναίνεση στην συνεύρεση.

Το θύμα δεν είναι ένοχο. Η ενοχοποίηση του θύματος, η τιμωρία και η διαπόμπευση των θυμάτων που τολμάνε και μιλάνε, είναι το ίδιο επώδυνα, είναι αυτά που απλώνουν αυτή την ενοχή σιωπή, αυτή την προσποίηση ότι ποτέ δεν έγινε τίποτα.

Τόσοι αιώνες κι ακόμα σαν ουτοπία ηχεί το Habeas Corpus, να μπορείς να διαφεντεύεις το κορμί σου, να το ορίζεις εσύ και μόνο εσύ, κι ας το χαρίζεις αν θέλεις, κι ας το ακριβοπουλάς, δική σου απόφαση να είναι μόνο.

Μήνυμα ελπιδοφόρο αυτές οι αποκαλύψεις. Να σπάσει ο κύκλος της σιωπής. Δάδες να γίνουν να διώξουν σκοτάδια αιώνων, αστέρια φωτεινά να δείξουν τον δρόμο στις ψυχές που έμαθαν να περπατούν στα σκοτεινά, χαμόγελα σαν άνθη αμυγδαλιάς στο καταχείμωνο.

 —

[i] Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, (1593 – 1653) Ιταλίδα ζωγράφος, κόρη του επίσης ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι. Ο 30χρονος δάσκαλός της Αγκοστίνο Τάσσι την βίασε εν ώρα μαθήματος.

Η δίκη που ακολούθησε μετά από καιρό, αποτέλεσε μεγάλο σκάνδαλο στη Ρώμη και για την Αρτεμίσια ήταν μία εξευτελιστική διαδικασία.

Ο πίνακας «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη» που φιλοτεχνήθηκε το 1614 -1620, πολλοί πιστεύουν ότι υπενθυμίζει τον βιασμό της και την τιμωρία που θα ήθελε να αποδοθεί.