Είναι κι αυτό το πέπλο που μας τυλίγει εδώ και δύο χρόνια και δε λέει να φύγει, είναι κι αυτές οι νεραντζιές που επιμένουν να ανθίζουν και να μας ζαλίζει το άρωμα τους όπως μπαίνει κλεφτά απ’ τα παράθυρα, είναι κι αυτά τα όνειρα που παγιδεύτηκαν στο λυκαυγές και μας στοιχειώνουν, είναι κι αυτός ο κόμπος στον λαιμό που δεν λέει να κατεβεί.

Άγρια Άνοιξη και φέτος. Αγέλαστη όπως λέει και ο Λουντέμης, τι κρίμα να μη μπορεί ο Μέλιος να μετρήσει τ’ άστρα, να μη μπορούν οι φτωχοί, τόσα χρόνια μετά, να περιμένουν προκοπή κι οι απόκληροι να μάθουν ότι κάποιος τους νοιάζεται.

Ήρθε ο φόβος και ρίζωσε στις πόρτες μας, τις έφραξε. Χάσαμε το χαμόγελό μας πίσω από τις μάσκες. Μόνο τα μάτια μείνανε να μαρτυρούν τα συναισθήματα, φοβισμένα κι αυτά όπως τα χέρια που δεν τολμούν πια να αγγίξουν όπως παλιά, ν’ αγκαλιάσουν και να σφίξουν, μόνα κοιμούνται τα κορμιά κι αναθυμούνται χάδια, έρημα κορμιά και φιλιά χαμένα να τρεμοσβήνουν σαν κεράκια στο αεράκι το ψυχρό το ανοιξιάτικο.

Δεν φέρνει μόνο μυρωδιές αυτό το αεράκι καθώς περνάει μέσα από δέντρα καψαλισμένα, πάνω από λίμνες, πάνω από κάμπους άσπαρτους, μέσα από αυλές χορταριασμένες, μέσα από δρόμους έρημους. Δεν φέρνει μόνο μυρωδιές αυτό το αεράκι, ψίθυρους φέρνει, κραυγές φέρνει, θρήνους και γόους.

Σειρήνες ακούγονται, λάμψεις ξαφνικές φωτίζουνε τις νύχτες, και κρότοι ανατριχιαστικοί, όπλα θερίζουνε ζωές, οθόνες μεταδίδουνε ειδήσεις από το μέτωπο, εικόνες συνταρακτικές. Μικρόφωνα και μεγάφωνα παντού, άφωνα πλήθη ανθρώπων στους δρόμους, στους σταθμούς, στα σύνορα. Πρόσφυγες με όλο το βιός τους σε μια βαλίτσα, κι όλον τον τρόμο και την απελπισία στην ματιά τους. Βαρύ φορτίο, ασήκωτο για όλους τους ώμους, ντροπή μεγάλη για όλη την ανθρωπότητα.

Φαντάσματα οι πόλεις που έθρεψαν τόσους ανθρώπους τον θάνατο αγκαλιάζουν τώρα, σκελετοί θλιβεροί κτιρίων απόκοσμες υψώνουν ικεσίες στους ουρανούς που απώλεσαν το χρώμα τους έτσι όπως τους οργώνουνε μαχητικά αεροπλάνα και πύραυλοι. Χάρτες που αλλάζουν καθημερινά, καινούρια σύνορα χαράζονται με αίμα. Σύννεφα παντού, μαύρα κι απειλητικά προπομποί της καταιγίδας, στον ορίζοντα και πιο πολλά μέσα μας.

Δεν πρέπει να μένουμε σιωπηλοί, δεν πρέπει να μένουμε απαθείς. Δεν πρέπει στους καιρούς που ζούμε να θρηνούμε θύματα πολέμων. Δεν θέλουμε πολέμους. Ειρήνη θέλουμε. Δεν θέλουμε παιδιά χωρίς μέλλον, δεν θέλουμε χαροκαμένες μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους[1].

Πώς να ξαναβρεί η ζωή τον ρυθμό της, μέσα από γκρεμισμένα σπίτια, πάνω από προχειροσκαμμένους τάφους αγνώστων χωρίς ονόματα, χωρίς καντήλια, μόνο με δάκρυα από μίλια μακριά; Πώς να γεμίσουν οι δρόμοι παιδικές φωνές κι οι αυλές χρώματα, να σβήσουν οι χαρακιές από τις ψυχές, να φύγει η σκουριά από την μνήμη; Να ανατείλει ο ήλιος ζωοδότης ρόδινος και να μην υπάρχουν εισβολείς, να μην υπάρχουν επιθέσεις, μόνο αγκαλιές ανοιχτές για όσους έζησαν κι επέζησαν μέσα σ’ αυτή την αντάρα και την φρίκη.

Γιατί η δική μας η καρδιά με τον χτύπο της καρδιάς του πρόσφυγα θα χτυπάει αντάμα, με το δικό του το βήμα θα περπατάει, με την δική του την ψυχή θα θρηνεί και θ’ αντιστέκεται. Με τον πρόσφυγα, ποτέ με τον εισβολέα, με τον κάθε πρόσφυγα, την κάθε μάνα με το παιδί της αγκαλιά, με το κάθε ορφανό, τον κάθε ξεριζωμένο.

Άνοιξη, κι ας είναι και αγέλαστη, ας είναι και πικρή. Άνοιξη κι η φύση μάχεται να αναγεννηθεί. Ντύνεται με τους πιο πολύχρωμους μανδύες, φορά τα πιο ακριβά της αρώματα, ξελογιάζει τους έμβιους ρυθμούς και τους οδηγεί σε χορούς άγριους και παγανιστικούς, ζευγαρώνει η φύση κι αναπαράγεται.

Άνοιξη κι εμείς κάτω από το αδιαπέραστο μαύρο των ημερών μας, ας σφίξουμε για λίγο ακόμα την γροθιά μας, ας δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο να αντέξουμε, να μην τα παρατήσουμε, να προχωρήσουμε μπροστά.

Ας ανάψουμε κεριά στις εκκλησίες, ας ανάψουμε φωτιές στα ξέφωτα, ας τραγουδήσουμε, ας προσευχηθούμε όπως ο καθένας μας μπορεί, να σταματήσει το κακό, να πάψει η κλαγγή των ασπίδων, να πάψουν οι ιαχές, να πάψουνε οι θρήνοι, να σταματήσει να ρέει το αίμα.

Όχι άλλο πόλεμο, να σηκωθεί ψηλά αυτό το μήνυμα, να γίνει ηλιαχτίδα και να φωτίσει όλο τον κόσμο, να γίνει ποτάμι και ποτίσει όλους τους κάμπους που ποδοπατήθηκαν από τις λεγεώνες, να γίνει ασπίδα κροσσωτή να προστατέψει όλους τους αδύναμους του κόσμου.

[1] Τίτλος βιβλίου του Μενέλαου Λουντέμη

[2] Από στίχο του Μάνου Ελευθερίου