Τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί ετοιμάζονται να υποδεχθούν και πάλι τους μαθητές τους. Για δύο μήνες περίπου η εκπαιδευτική διαδικασία λειτούργησε μέσα σε πρωτόγνωρες, για εκπαιδευτικούς και μαθητές, συνθήκες και βέβαια είναι πολύ νωρίς να γίνει αποτίμηση και συστηματική αξιολόγηση. Όμως, τώρα που επιχειρείται επάνοδος στην κανονικότητα, έστω και μερική, είναι νομίζω μια καλή ευκαιρία για κάποιες σκέψεις και προβληματισμούς για τον τρόπο με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί αντιμετώπισαν την νέα αυτή κατάσταση αλλά και για τις προκλήσεις που αντιμετωπίστηκαν από τα σχολεία.
Ας ξεκινήσουμε με τα νούμερα. Από τα στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, προκύπτει ότι μέχρι τις 13 Απριλίου είχαμε
- 4.818.079 συμμετοχές μαθητών αθροιστικά σε ψηφιακές τάξεις
- 643.871 συμμετοχές μαθητών σε ψηφιακές τάξεις καθημερινά
- 95.692 εκπαιδευτικοί που δημιούργησαν την προσωπική ψηφιακή τους τάξη
Φαίνεται λοιπόν ότι η κρίση ώθησε ή ανάγκασε σχολεία και εκπαιδευτικούς να εισάγουν και να εφαρμόσουν εκπαιδευτικές καινοτομίες στην πρακτική τους. Ως καινοτομία στην εκπαιδευτική μονάδα εννοώ την δοκιμή και υλοποίηση για πρώτη φορά ενεργειών, δραστηριοτήτων, παρεμβάσεων και πρακτικών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αξιοποιήθηκαν λοιπόν για πρώτη φορά σε τέτοια κλίματα (νέες) τεχνολογίες, εναλλακτικές διδακτικές προσεγγίσεις, εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό η εισαγωγή των καινοτομιών αυτών δεν έγινε, όπως συχνά συμβαίνει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με κεντρικά καθορισμένο σχέδιο και βήματα υλοποίησης. Οι καινοτομίες υλοποιήθηκαν από τις ίδιες τις εκπαιδευτικές μονάδες, τους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς. Αξιοποιήθηκε έτσι η σχετική αυτονομία που τους δόθηκε προκειμένου να διαμορφωθεί «εσωτερική» εκπαιδευτική πολιτική. Το κάθε σχολείο και οι εκπαιδευτικοί του ανέλαβαν την ευθύνη για τη διαμόρφωσή της. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η άμεση αντίδραση των εκπαιδευτικών εμπόδισε την μετατροπή τους από θύματα της νέας κατάστασης σε θύτες που δεν μπορούν να προστατεύσουν τον οργανισμό (σχολείο) τους και τους μαθητές.
Περαιτέρω, υπάρχουν ενδείξεις ότι εν μέσω της κρίσης, πολλοί εκπαιδευτικοί μπόρεσαν να παραγάγουν νέα (παιδαγωγική και διδακτική) γνώση την οποία μοιράστηκαν με τους συναδέλφους τους, συχνά με την προτροπή, την υποστήριξη και την καθοδήγηση των διευθυντών. Το διαδίκτυο γέμισε με πρακτικές, οδηγίες, συμβουλές από εκπαιδευτικούς προς τους συναδέλφους τους και δημιουργήθηκε έτσι μια νέα κουλτούρα συλλογικότητας και συναδελφικότητας που ευνοεί την αλλαγή την καινοτομία και τον μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών μονάδων. Μπορεί κανείς να πει ότι δημιουργήθηκαν «οργανισμοί μάθησης» που χαρακτηρίζονται από συλλογική παραγωγή, διαμοιρασμό και αξιοποίηση νέας γνώσης.
Όμως, υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία που θα πρέπει να επισημανθούν. Οι εκπαιδευτικοί ανταποκρίθηκαν στην κρίση, χωρίς να έχουν προετοιμαστεί, ούτε στις βασικές τους σπουδές ούτε στην – ανύπαρκτη- επαγγελματική τους κατάρτιση. Δεν ζητά κανείς βέβαια να είχε προβλεφθεί η κρίση αυτή. Ωστόσο, η χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και η ουσιαστική ενσωμάτωσή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία (δια ζώσης ή/και εξ αποστάσεως), η χρήση παιδαγωγικών και διδακτικών εργαλείων, η διαμόρφωση σχεδίων μαθήματος που θα αξιοποιούν τις παιδαγωγικές αρχές τις εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, δεν είναι χρήσιμες μόνο στην περίοδο της κρίσης. Αποτελούν χρήσιμα εργαλεία στην εργαλειοθήκη του σύγχρονου εκπαιδευτικού και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στα προγράμματα επιμόρφωσης που φαίνεται ότι θα υλοποιηθούν. Ας μην αγνοηθούν για μια ακόμη φορά οι πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών.
Καταληκτικές Σκέψεις.
Η κρίση έδειξε το μέλλον της εκπαίδευσης; Είμαστε προ των πυλών της συρρίκνωσης των κανονικών σχολείων και της κυριαρχίας των εικονικών; Δεν το νομίζω. Η μάθηση δεν είναι μια διαδικασία συναλλαγής στην οποία οι μαθητές «αγοράζουν γνώση» από ηλεκτρονικά καταστήματα εκπαίδευσης. Οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης μας δείχνουν ότι η μάθηση πραγματοποιείται και μέσω κοινωνικής αλληλεπίδρασης, μέσα σε κοινωνικά περιβάλλοντα που την ευνοούν. Συνεπώς, ακόμα και στις συνθήκες αυτές, η διατήρηση της επαφής μεταξύ των εκπαιδευτικών και των μαθητών, ιδιαίτερα όσων δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση είναι παιδαγωγικά, κοινωνικά και ψυχολογικά πολύτιμη. Εκπαιδευτικοί και μαθητές μπορούν και πρέπει έχουν εγγύτητα και από απόσταση.
Τέλος, θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας το ζήτημα των πιθανών ανισοτήτων και αδικιών που σίγουρα θα υπάρξουν με την χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση. Πολλοί ερευνητές και συνάδελφοι έχουν αναδείξει το θέμα, ενώ υπάρχουν και στοιχεία για εγκατάλειψη και διαρροή από συγκεκριμένες ομάδες μαθητών. Ας μην γίνει η κρίση αιτία διεύρυνσης των ανισοτήτων στην εκπαίδευση.
Η κρίση έδειξε όχι «το μέλλον της εκπαίδευσης», αλλά κάποιες πτυχές του. Η τεχνολογία ούτε τώρα αντικατέστησε τον εκπαιδευτικό και δεν νομίζω ότι θα τον αντικαταστήσει στο ορατό μέλλον. Επιπλέον έδειξε ότι το ελληνικό σχολείο έμαθε να μαθαίνει και μπόρεσε να αλλάξει και να καινοτομήσει χωρίς τον ασφυκτικό εναγκαλισμό από την κεντρική εξουσία. Μήπως να το λάβουμε υπόψη για το μέλλον της εκπαίδευσης στη χώρα μας;
Ο Μανώλης Κουτούζης είναι Αναπληρωτής Κοσμήτορας και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Γνωστικό Αντικείμενο «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων» στο ΕΑΠ.