Όταν ξεκινούσε τον προηγούμενο χρόνο η πανδημία, κανείς δεν μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια το μέγεθος της δοκιμασίας αυτής. Τώρα στοιχειωδώς μπορεί, από τις συνέπειες που έχουν συσσωρευτεί. Όσο κι αν η προσέγγισή τους είναι εκ των πραγμάτων συγκινησιακά φορτισμένη από την απώλεια τόσων ζωών, μια πρώτη απόπειρα να ιεραρχηθούν- τι δηλαδή είχε περισσότερη και τι λιγότερη σημασία- βοηθά να οριστούν οι πρόνοιες του μέλλοντος, ώστε σε ανάλογες περιπέτειες να επουλώνει κανείς γρήγορα τις «πληγές» του· διότι, δυστυχώς, θα υπάρξουν και άλλες περιπέτειες- η επίγνωση αυτή είναι απόλυτη και προέρχεται από την πορεία του ανθρώπου μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Από το σύνολο των συνεπειών προεξάρχουν, κατά τη γνώμη μου, κυρίως δύο: η υποταγή του ανθρώπου στον ιό- είτε ολική, με τη στέρηση της ζωής του, είτε μερική, με τη διαρκή απειλή επί της ζωής του- και η ποδηγέτηση της οικονομικής δραστηριότητας. Όσο κι αν η δεύτερη σε σημασία συνέπεια είναι υποδεέστερη της πρώτης, δεν παύει ωστόσο να είναι σημαντική για την οργάνωση και τη λειτουργία του κόσμου.
Η υποταγή αίρεται σταδιακά με τους εμβολιασμούς. Δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν ανάλογο προηγούμενο, ως άμεση απάντηση σε πανδημικό φαινόμενο. Είναι μια πρώτη μεγάλη νίκη της ιατρικής επιστήμης, η οποία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς μέσα σε πόσο χρόνο επιτεύχθηκε. Το ότι ο παράγοντας αυτός συντμήθηκε τόσο πολύ, είναι η βασική ειδοποιός διαφορά με το παρελθόν και η σημαντικότερη παρακαταθήκη για το μέλλον.
Οι μείζονες συνέπειες της πανδημίας οι οποίες περιγράφηκαν παραπάνω ορίζουν, με αυτονόητο μάλιστα θα έλεγα τρόπο, και τις πρόνοιες του μέλλοντος. Άμεσα λοιπόν απορρέει ότι ένα καλό Δημόσιο Σύστημα Υγείας είναι πάντα απαραίτητο να υπάρχει. Σου επιτρέπει να ξεπερνάς μεθοδικά και οργανωμένα κρίσεις που στοιχειοθετούν απειλή για τη ζωή, διασώζοντας τον κινητήριο μοχλό όλων των πραγμάτων, που δεν είναι άλλος από το ανθρώπινο κεφάλαιο. Έμμεσα απορρέει κάτι λιγότερο οφθαλμοφανές, ισότιμο όμως κατά τη γνώμη μου με το άμεσα απορρέον: η ανάγκη και καλής Δημόσιας Παιδείας. Αυτή σου επιτρέπει να ανατάσσεις γρήγορα την κοινωνική, πολιτισμική, πολιτιστική και οικονομική λειτουργία, δηλαδή όσα απαρτίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτές οι δύο μακροπρόθεσμες στοχεύσεις επαρκούν για να στηρίζουν διαρκώς μια οποιαδήποτε οντότητα: κοινότητα απλή, κοινωνία ολόκληρη, κράτος. Ναι, επαρκούν, είναι η απάντηση, αρκεί να νοηματοδοτηθούν με τέτοιον τρόπο που να παράγουν τα παραπάνω αποτελέσματα. Η νοηματοδότηση σε μια κοινωνία καθίσταται ενεργή όταν κάποιο φυσικό πρόσωπο καλείται να τη μετατρέψει σε πράξη, διαφορετικά διατηρεί μεν την αυθύπαρκτη αξία της ως έννοια, χωρίς όμως πρακτικό αντίκρισμα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, μια ισχνή ή ελλιπής στην περιγραφή της νοηματοδότηση συμπληρώνεται, ακόμα και ουσιαστικοποιείται, χάρη και μόνο στην ικανότητα του φυσικού προσώπου που έχει αναλάβει την πρακτική υλοποίησή της. Με τις απαιτήσεις λοιπόν αυτές να είναι κοινές σε όλο το φάσμα της κοινωνικής λειτουργίας, έρχεται κανείς να τις εξειδικεύσει στους δύο τομείς που πραγματεύεται το άρθρο.
Στο χώρο της Υγείας τα πάντα στηρίζονται στην ικανότητα του επιστήμονα-φορέα αυτής της γνώσης να συνθέτει τις πληροφορίες που του δίνει ο ασθενών άνθρωπος, ώστε να καταλήγει σ’ ένα καταρχήν συμπέρασμα. Σε αυτή τη νοητική ή μη δυνατότητά του επικουρείται από τα τεχνολογικά εφόδια που κάθε εποχή θέτει στη διάθεσή του· δεν αντικαθίσταται ούτε υποκαθίσταται από αυτά. Κατά συνέπεια, το κύριο βάρος για να φτάσει κανείς σ’ ένα καλό Δημόσιο Σύστημα Υγείας δεν πέφτει στην άκριτη και άκρατη ανανέωση των τεχνολογικών υποδομών του, όπως πιθανώς εσφαλμένα έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των πολιτών ως κυρίαρχο αίτημα, αλλά στη διαρκή αξιολόγηση του έμψυχου δυναμικού του, ώστε να εκπληρώνεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό πρώτα η βασική συνθήκη καλής λειτουργίας του.
Στη Δημόσια Παιδεία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ναι μεν κι εδώ τα πάντα στηρίζονται στο έμψυχο δυναμικό της, όπως και στη Δημόσια Υγεία, άρα απαιτούνται οι ίδιες ακριβώς διαδικασίες ως προς αυτό, όμως η προσέγγιση της Παιδείας χρειάζεται επιπλέον στην αφετηρία της κι έναν ορισμό του περιεχομένου της, προκειμένου η «γλώσσα» συνεννόησης για το είδος της να παραμένει σταθερή στην πάροδο του χρόνου. Νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός εμπεριέχεται στη φράση «να διαμορφώνει συγκροτημένους ανθρώπους», και το εχέγγυο για κάτι τέτοιο δε βρίσκεται στο γνωσιακό υπόβαθρο, αλλά στους αξιακούς κώδικες ζωής. Αυτούς κατά κύριο λόγο, αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα, εκφράζουμε στην καθημερινή μας ζωή και με αυτούς συνδιαλεγόμαστε εφ’ όρου ζωής, άλλοτε επαρκώς, όταν υφίστανται, κι άλλοτε ανεπαρκώς, όταν δεν υφίστανται. Οι γνωσιακές κατακτήσεις έπονται ως επιδίωξη, και ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι αφομοιώνονται με πολύ πιο ομαλό, σταθερό και με αντοχή στο χρόνο τρόπο από έναν ήδη μυημένο στους αξιακούς κώδικες, απ’ ό,τι από έναν αμύητο. Αυτού του είδους η παιδεία διακρίνεται και για μια άλλη, πολύτιμη κατά τη γνώμη μου, ιδιότητά της: δημιουργεί ελευθερόφρονες πολίτες, ικανούς να κρίνουν, αποδεχθούν, απορρίψουν ή ανατρέψουν τα πεπραγμένα μιας πολιτείας. Προσωπικά, επιζητώ αυτή την ασφαλιστική δικλίδα αμοιβαίου ελέγχου, δηλαδή του πολίτη προς την πολιτεία και το αντίστροφο, ως τον πιο άρτιο τρόπο πολιτειακής οργάνωσης.
Ως επίλογος, μια επισήμανση: σε κάθε κοινωνία, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, υπάρχουν πεδία και θέματα που, λόγω της φύσης τους, έχουν πάντοτε μεγάλο ειδικό βάρος στην εξέλιξή της. Η πρόθεση ενασχόλησης των μελών της με αυτά κατά προτεραιότητα αντανακλά την ικανότητά τους να διακρίνουν τα ουσιώδη από τα επουσιώδη- πρώτο στοιχείο ωριμότητας.
*Ο Γιώργος Χριστόπουλος είναι απόφοιτος της Οδοντιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στην Παιδιατρική Οδοντιατρική από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Denis Diderot (Paris VII) καθώς και στη Δημόσια Υγεία, στα Οικονομικά της Υγείας και στη Δημόσια Υγεία και Περιβάλλον από την Ιατρική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως παιδοδοντίατρος.