Πριν από λίγες μέρες «βγήκαν οι βαθμοί» στο μάθημα «Ισότητα φύλων στην Ευρώπη – 2019». Η δασκάλα βαθμολόγησε με κριτήριο την πρόοδο σε έξι βασικούς τομείς – εργασία, χρήματα, γνώση, χρόνο, υγεία, μερίδιο στην εξουσία– και δύο συμπληρωματικούς: βία κατά των γυναικών και συμφιλίωση δουλειάς και οικογένειας. Καταλάβαμε με άνεση, ως χώρα, την τελευταία θέση. Ακόμη και αυτή η επίδοση εξωραΐζει, καθώς έχουμε ελλείψεις σε στοιχεία (κυρίως για τη βία κατά των γυναικών), αλλά και επειδή στείλαμε το «γραπτό» του 2017, και έτσι η άθλια επίδοση του 2019 στην πολιτική εκπροσώπηση δεν μέτρησε.
Θα έπρεπε να μας ανησυχεί αυτή η επίδοση; Μήπως απλώς εμείς έχουμε βρει έναν άλλο τρόπο να ζούμε και να δουλεύουμε που μας ικανοποιεί (παρόλο που μας ξεχωρίζει από τους Ευρωπαίους συμμαθητές); Υπάρχει κόστος στη δική μας ιδιαιτερότητα και ποιος το επωμίζεται; Σε ένα πρώτο επίπεδο, το βάρος της ανισότητας το σηκώνουν οι ίδιες οι γυναίκες: λιγότερες γυναίκες εργάζονται (χάσμα 18 ποσοστιαίων μονάδων), ενώ σχεδόν όλες φροντίζουν άλλους. Επιπλέον, οι γυναίκες αφιερώνουν λιγότερες ώρες και λιγότερα χρόνια (επτά) στη δουλειά τους, πληρώνονται λιγότερο όταν δουλεύουν και παίρνουν μικρότερη σύνταξη όταν σταματούν. Αν και σπουδάζουν το ίδιο και περισσότερο, η καριέρα τους έχει κενά, χαμένες ευκαιρίες, ακροβατικές ισορροπίες και πολλά ατυχήματα. Μερικοί αριθμοί είναι διαφωτιστικοί:
• Οι σωρευτικές αποδοχές γυναικών με παιδιά, 45 ετών στον ιδιωτικό τομέα είναι κατά 41% χαμηλότερες από των ανδρών και κατά 24% χαμηλότερες σε σχέση με των γυναικών χωρίς παιδιά.
• Το ποσοστό των γυναικών με συνταξιοδοτική κάλυψη υπολείπεται του αντίστοιχου των ανδρών κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες (το τρίτο υψηλότερο στην Ε.Ε.).
• Το μέσο εισόδημα των γυναικών από συντάξεις είναι κατά 25% χαμηλότερο του αντίστοιχου των ανδρών συνταξιούχων στην Ελλάδα το 2018.
Η ανισότητα περιορίζει τις οικονομικές επιδόσεις των Ελληνίδων, τις κάνει λιγότερο οικονομικά ανεξάρτητες και, κυρίως, περιορίζει τις δυνατότητές τους. Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι το κόστος δεν το εισπράττουν μόνο οι γυναίκες – έχει δηλητηριώδεις επιπτώσεις στην ευημερία όλων, και των ανδρών.
Εκθεση της McKinsey («The power of parity: how advancing women’s equality can add $12 trillion to global growth», 2015) υπολόγισε πως αν οι γυναίκες εργάζονταν όπως οι άνδρες, μέχρι το 2025 το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξανόταν κατά 12 τρισεκατομμύρια δολάρια – μία σωρευτική αύξηση της τάξεως του 15%. Το ΔΝΤ, σε φετινή του ανάλυση («Women and Growth»), υπολόγισε ότι το κλείσιμο του χάσματος των φύλων στην απασχόληση θα αύξανε το ΑΕΠ κατά 35% στις χώρες με σημαντική ανισότητα. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η είσοδος περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας έχει, εκτός από ποσοτικά, και ποιοτικά αποτελέσματα: μπορεί να συμβάλει κατά 7-8 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση της παραγωγικότητας, λόγω εμπλουτισμού και ποικιλομορφίας. Επιπλέον, ξανά σύμφωνα με το ΔΝΤ, προσθέτοντας μία ακόμη γυναίκα στο Δ.Σ. μιας επιχείρησης –διατηρώντας το μέγεθος του συμβουλίου αμετάβλητο– αυξάνεται η απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού κατά 8-13%.
Αν δούλευαν οι Ελληνίδες όσο οι Δανέζες το 2009, θα ήταν σαν να είχε προστεθεί ένα επιπλέον ΙΚΑ (900.000 άτομα ή 20% ποσοστιαίους όρους) στο εργατικό δυναμικό. Αυτό θα απέτρεπε τη χρεοκοπία του συστήματος συντάξεων και ίσως και της χώρας συνολικά.
Είναι εύκολο να γράφει κανείς υποθετικά σενάρια του τι θα γινόταν αν, ως διά μαγείας, έβγαιναν οι γυναίκες από τη γωνία. Η ποσοτική ανάλυση δείχνει ότι περιφρονούμε το μεγαλύτερο αναπτυξιακό μας απόθεμα. Ομως, η άρση των περιορισμών –η ρήξη με τα στερεότυπα των κοινωνικών αντιλήψεων– μπορεί να προσδώσει ποιοτική ώθηση στις ποσοτικές βελτιώσεις. Θα δώσει νέες και διαφορετικές ευκαιρίες – αναζωογονώντας τον παραμελημένο δυναμισμό του μισού πληθυσμού.
Πηγή: Η Καθημερινή
Η Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι γενική διευθύντρια της οργάνωσης Solidarity Now και καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]