Το αρθρίδιο αυτό δημοσιεύτηκε το 2017. Πάμε πάλι από την αρχή: τίποτα δεν έχει αλλάξει ― ούτε η δική μου γνώμη.

Όλοι ξέρουμε, από την πρώτη κιόλας μέρα, ότι η υπόθεση των κέντρων κράτησης μεταναστών είναι αποτυχημένη, κι όμως συνεχίζουμε με τη δύναμη της αδρανείας με την οποία κάνουμε πολλά απ’ όσα κάνουμε. Ξέρουμε τις συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν στις τοπικές κοινωνίες, ιδιαίτερα στα νησιά. Νομίζω ότι η σωστή οδός είναι μία: να ξεκινήσουμε από το μηδέν και να δεχτούμε όλους τους ξένους που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος – είτε πρόκειται για πρόσφυγες, είτε για μετανάστες, είτε για εκκολαπτόμενους τζιχαντιστές με την ελπίδα ότι θα αλλάξουν γνώμη και πορεία. Όσοι θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, όσοι αντιλαμβάνονται ότι στη δεινή θέση όπου έχουν βρεθεί δεν έχουν επιλογές και δεν μπορούν να διεκδικήσουν το βέλτιστο, πρέπει να μείνουν μαζί μας. Τους όρους και τις προϋποθέσεις θα τους συζητήσουμε παρακάτω αν και είναι αυτονόητοι και πολυσυζητημένοι.

Το σημαντικό και το επείγον είναι να καταργηθούν όλες αυτές οι υποτιθέμενες «δομές» μαζί με τα σούρτα-φέρτα των υπουργών και των αλληλέγγυων που επιζητούν ωραία δράματα στη θλιβερή ζωή τους. Ας πάρουμε λοιπόν την απόφαση να υποδεχτούμε πενήντα, εκατό, εκατόν πενήντα χιλιάδες ανθρώπους ― δεν είναι τόσο τρομερό αν 1) εγκαθίστανται σε μικρές δόσεις παντού στην ελληνική επικράτεια 2) αν μπει ένα απαραβίαστο μέγιστο όριο εισερχομένων 3) αν φυλάσσουμε όλα τα σύνορα σύμφωνα με τους νόμους. Δεν θα επιδεινωθεί η ήδη θλιβερή μας κατάσταση, ούτε θα αλλοιωθεί η καθαρότητα της υπέροχης φυλής μας. Αντιθέτως, ίσως βελτιωθούν αμφότερα αν αρχίσουμε να δαπανάμε τα ευρωπαϊκά χρήματα σε πιο δημιουργικούς και παραγωγικούς τομείς από τη συντήρηση επισκεπτών οι οποίοι, επειδή δεν κάνουμε τίποτα σωστά, μας αντιπαθούν όλο και περισσότερο και γίνονται όλο και χειρότεροι ― όπως θα γίνονταν τα χάμστερ σε πείραμα εγκλεισμού. Αν είχαμε φερθεί εξυπνότερα πιθανώς να είχαμε κερδίσει τη συναίνεση μεγάλου μέρους όσων επιθυμούν να εγκατασταθούν στη Γερμανία ή σε κάποια άλλη σοβαρή χώρα. Ωστόσο, χωρίς να είμαστε σοβαροί, δεν είμαστε Συρία, δεν είμαστε Αφγανιστάν, δεν είμαστε Ιράκ, ούτε Μπαγκλαντές – έχουμε ειρήνη και στοιχειώδεις θεσμούς. Επίσης, έχουμε χώρο, υπογεννητικότητα, παραμελημένα χωράφια και άλλες παραμελημένες «δομές» όπως σχολεία και νοσοκομεία.

Το πρώτο βήμα είναι να πάρουμε την απόφαση. Όποιος θέλει να μείνει, ας μείνει, και θα τον βοηθήσουμε να ενταχθεί· να στεγαστεί και να βρει δουλειά (χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις εφόσον διανύουμε την παρατεταμένη φάση που διανύουμε και εφόσον δεν είμαστε, προς το παρόν, σωστά οργανωμένη χώρα), να στείλει τα παιδιά του στο σχολείο, να μάθει ελληνικά και να απολαμβάνει της βασικής ιατρικής φροντίδας που απολαμβάνουν, θεωρητικά, οι Έλληνες πολίτες.

Το δεύτερο βήμα είναι να διαθέσουμε τους ευρωπαϊκούς πόρους για τα προαναφερθέντα κι αν δεν αρκούν να ζητήσουμε περισσότερους: ο ρόλος μας θα είναι πολύτιμος· εμποδίζουμε τη δίοδο προς την υπόλοιπη Ευρώπη όπου κανείς – κανείς: ακόμη κι όσοι διατείνονται το αντίθετο– δεν θέλει κι άλλους μετανάστες και μάλιστα μουσουλμάνους. Μπορούμε να κάνουμε δύο σημαντικά πράγματα: να αποτελέσουμε έναν φραγμό και ένα φίλτρο, ελέγχοντας στο εξής τα σύνορά μας με τη συμβολή της ΕΕ. Στη συνέχεια, για να φιλοξενήσουμε όσους δεχόμαστε και να τους εντάξουμε σωστά, χρειαζόμαστε υλική βοήθεια και ολίγη ευγνωμοσύνη. Η φιλοξενία χωρίς ένταξη είναι σπατάλη που ταλαιπωρεί τους πάντες. Όσο για την ένταξη είναι μια διαδικασία δαπανηρή και αργή αλλά ωφελεί τους πάντες.

Το τρίτο βήμα είναι ο βασικός έλεγχος των εισερχομένων ― το να μην εγκατασταθούν στην Ελλάδα εγκληματικά στοιχεία που διατηρούν δεσμούς με τρομοκρατικά δίκτυα, σαλαφιστικά τζαμιά και οργανώσεις του Ερντογάν ή της Σαουδικής Αραβίας. Κι εδώ χρειαζόμαστε ευρωπαϊκή βοήθεια την οποία μπορούμε να αποσπάσουμε. Το στοίχημα δεν είναι να εισαχθούν στην Ελλάδα ιδιοφυΐες· δεν είμαστε η Silicon Valley. Tο ζήτημα είναι να μην εισαχθούν άτομα με θρησκευτικοπολιτικές αποστολές ― οι υπόλοιποι πρέπει να είναι καλοδεχούμενοι υπό την αυτονόητη συνθήκη της υπακοής στο ελληνικό Σύνταγμα και στους ελληνικούς νόμους χωρίς καμιά εξαίρεση με το πρόσχημα της διαφορετικής κουλτούρας.

Το τέταρτο βήμα είναι, στην πραγματικότητα, μια σειρά από βήματα: το πώς δηλαδή θα διανεμηθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην επαρχία, πώς θα προσληφθούν (για παράδειγμα σε αγροτικές εργασίες ή σε εργασίες που σχετίζονται με τις δεξιότητές τους) και πώς θα αρχίσουν να συμμετέχουν στις ελληνικές κοινότητες. Φαίνεται ουτοπικός στόχος αλλά δεν είναι: αν οι ξένοι μειώσουν τις απαιτήσεις τους κι εμείς αυξήσουμε τις δικές μας στον κοινωνικό χώρο, όλοι μπορούν να μείνουν ευχαριστημένοι.

Το πέμπτο βήμα είναι να πεισθούν οι Έλληνες ιθαγενείς ότι, αν η μετανάστευση γίνει σωστά, δεν αποτελεί εμπόδιο στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Επαναλαμβάνω κάτι που εκφράζω συχνά: «αν γίνει σωστά», δηλαδή αν ληφθεί υπόψη η αρνητική και θετική εμπειρία των δυτικών χωρών (κυρίως εκείνων που μας μοιάζουν, όχι π.χ. του Καναδά ή των ΗΠΑ), αν προσέξουμε ώστε να μην επαναλάβουμε τα λάθη που οδήγησαν στη δημιουργία εθνοτικών θυλάκων και εστιών εξισλαμισμού. (Εκτός αν είναι ήδη πολύ αργά…) Σ’ αυτό το πέμπτο βήμα περιλαμβάνεται η αυστηρή πολιτική ελέγχου παραβίασης των νόμων εκ μέρους των Ελλήνων: εκμετάλλευση ξένων εργατών, ρατσιστική συμπεριφορά και τα λοιπά.

Το έκτο βήμα είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος πολιτογράφησης. Όπως είναι φυσικό, οι πολίτες, περισσότερο από τους επισκέπτες, επενδύουν στην καινούργια τους πατρίδα και περιμένουν κάποια ενθάρρυνση και επιβράβευση γι’ αυτό. Οι περαστικοί φέρονται σαν περαστικοί ― αδιάφορα, “casually”. Δεν έχουμε ανάγκη από περαστικούς· έχουμε ανάγκη από ενθουσιώδεις καινούργιους πολίτες στενά συνδεδεμένους μ’ εμάς τους παλιότερους (που δεν είμαστε ενθουσιώδεις). Η πολιτογράφηση πρέπει να διευκολυνθεί για όσους ξένους την επιθυμούν και μπορούν να αποδείξουν αυτή την “allegiance”. Οι εισερχόμενοι που θέλουν να εγκατασταθούν είναι προτιμότεροι από τους διερχομένους.

Με λίγα λόγια, χάνουμε χρόνο και χρήμα. Πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έβλαψε πάρα πολύ με την υποκρισία του, με την εξωθεσμική του συμπεριφορά, την κακοδιαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων και την κωλυσιεργία σε όλα, όχι μόνο στην εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Ας αρχίσουμε λοιπόν από το μηδέν: οι ομάδες και τα άτομα που, δυνάμει, επιθυμούν να καταβάλουν προσπάθεια συμμετοχής στην ελληνική κοινωνία πρέπει να μπορούν να μείνουν στην Ελλάδα. Η πολιτική μας οφείλει να διατυπώνεται ενάρετα και ξεκάθαρα, χωρίς τον τοξικό ακτιβιστικό συναισθηματισμό: θα σας βοηθήσουμε και θα μας βοηθήσετε. Η κοινωνική ένταξη, η ενσωμάτωση, η συμμόρφωση στους νόμους είναι το αντάλλαγμα που ζητάμε γι’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία. Χρειάζεται αμοιβαιότητα, υπομονή και αντοχή. Welcome and bear with us.

Τέλος, τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει το τι θα συμβεί στις χώρες προέλευσης των μεταναστών και στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το στοίχημα της πολιτικής δεν είναι απαραιτήτως η ανατροπή του status quo (πράγμα συχνά ανέφικτο) αλλά η αξιοποίησή του προς  ίδιον όφελος.

Πηγή: AthensVoice

Η Σώτη Τριαντάφυλλου είναι συγγραφέας-ιστορικός.