Το 1981 ο Μαρκ Φερρό περιέγραφε στο βιβλιαράκι «Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο» πώς τα σχολικά εγχειρίδια σε διαφορετικές χώρες παρουσίαζαν με διαφορετικό, συχνά με εντελώς ανάποδο τρόπο, το ίδιο ιστορικό γεγονός. Είναι προφανές ότι το τουρκικό σχολικό βιβλίο της ιστορίας δεν παρουσιάζει την άλωση της Κωνσταντινούπολης όπως την παρουσιάζει το ελληνικό· κι ότι ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος αναφέρεται από διαφορετική σκοπιά στα ρωσικά και ιαπωνικά βιβλία αντιστοίχως – υπάρχουν ωστόσο λιγότερο προφανή παραδείγματα μερικά από τα οποία δεν θα μπορούσε να τα περιλαμβάνει το βιβλίο του Φερρό.

Τα πολωνικά και τα γεωργιανά σχολικά βιβλία χαρακτηρίζουν την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού «ρωσική κατοχή», ενώ τα γαλλικά αναλύουν την αποικιοκρατία με τα μάτια του σήμερα: Κάτω εμείς οι κακοί Γάλλοι που πιλατεύουμε τον κόσμο! Στα δε αμερικανικά βιβλία γίνεται κυριολεκτικά μύλος, κυρίως διότι οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται στα σχολικά συμβούλια των πολιτειών: έτσι, όπως εκτυλίσσεται διαμάχη προκειμένου τα παιδιά να διδάσκονται βιολογία και όχι θεολογία, εκτυλίσσεται διαμάχη προκειμένου να διδάσκονται ότι ο αμερικανικός Νότος είχε άδικο στον Πόλεμο της Απόσχισης – άδικο υπό την έννοια ότι οι αξίες των νότιων πολιτειών εμπόδιζαν την οικονομική ανάπτυξη και τη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα είναι μερικές πολιτείες να στριμώχνουν στο αμερικανικό πάνθεο τον Λίνκολν δίπλα στον Mπέρμπριτζ (σφαγέα με την πλευρά των Βορείων) και τον Ρ. Ε. Λη (σφαγέα με την πλευρά των Νοτίων). Αν προσθέσουμε και μερικά ακόμα αμφιλεγόμενα θεματάκια, όπως η κατάκτηση της Δύσης χωρίς νόμους, οι πόλεμοι με τους Ινδιάνους και η ιστορία του ρατσισμού, το πράγμα μπερδεύεται τόσο ώστε τα αμερικανάκια αποφασίζουν να μη μάθουν τίποτα απολύτως.

Τι κάνουμε λάθος στο μάθημα της ιστορίας; Νομίζω πως επαναλαμβάνουμε τα λάθη που κάνουμε γενικότερα στη ζωή μας· την «κακή» ή νοσηρή συμπεριφορά με όλα μας τα ελαττώματα και τις αντιφάσεις. Όπως το ότι είμαστε υπερβολικά υπερήφανοι για τα πεπραγμένα και την ταυτότητά μας (Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;) και παραλλήλως το ότι βολευόμαστε στη θέση του θύματος (Εγώ ο έρμος, όλες οι συμφορές σ’ εμένα συμβαίνουν). Αυτά τα δύο άκρα απαντούν με διαφορετική ένταση στην κάθε χώρα: ακόμα και οι ΗΠΑ που εμφανίζουν το πρώτο χαρακτηριστικό σε υστερικό βαθμό, από το 2001 βρήκαν την ευκαιρία να παίξουν το θύμα. Η στάση αυτή έχει περάσει στη διδαχή της ιστορίας στο αμερικανικό σχολείο: Μα, γιατί μας μισούν; Γιατί δεν βλέπουν πόσο καταπληκτικοί είμαστε; Άλλοι λαοί, εθνότητες και φυλές –οι Αρμένιοι, οι Πόντιοι, οι Μαύροι, οι Ινδιάνοι– έχουν τόσο επικεντρωθεί στα δεινά που υπέστησαν κάποτε ώστε μοιάζουν να χρειάζονται ομαδική ψυχοθεραπεία. Βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση τραυματικού πένθους, όπως περίπου τα πολύ νευρωτικά και ευπαθή άτομα που δεν μπορούν να ξεχάσουν και να ξεπεράσουν παλιές απώλειες και ταπεινώσεις.

Σε τούτο νομίζω ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε οριακή περίπτωση: καλλιεργούμε παράδοξη νοσταλγία μαζί με πόνο ενός παρελθόντος που παραείναι μακρινό. Και, για να είμαστε έντιμοι έναντι της ιστορίας μας, δεν παρέχει καμιά ιστορική συνέχεια: αποτελούμε, όπως πολλά έθνη, για να μην πω όπως όλα τα έθνη, μια τεχνητή οντότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, το μάθημα της ιστορίας δεν είναι μάθημα αλήθειας: είναι μια αφήγηση. Ο Φερρό στο βιβλίο του διάλεξε τη σωστή λέξη: πώς «αφηγούνται» την ιστορία στα παιδιά. Τι νομίζω ότι πρέπει να περιέχει αυτή η αφήγηση: κατ’ αρχάς, ενδιαφέρον· αν μια αφήγηση δεν είναι συναρπαστική το ρίχνουμε όλοι στον ύπνο· μαθητές και καθηγητές μαζί – εξάλλου, οι καθηγητές της ιστορίας δεν είχαν ποτέ τη φήμη του καλού αφηγητή μολονότι η δυνατότητα συγκέντρωσης των παιδιών είναι πολύ περιορισμένη. Εξαιρέσεις υπάρχουν ένθεν και ένθεν.

Δεύτερον, πρέπει να περιέχει γέλια· παραξενιές· κουτσομπολιό: «Και τι έκανε μετά ο Μέγας Ναπολέοντας… Και του λέει ο Μασσενά –ο στρατάρχης, ε;– και τι του απαντάει;… Και μπουκάρει στο επιτελείο ο… » Όχι δάκρυα και αχ βαχ· όχι αίμα, νεκρούς και καταστροφές. Αλλά επειδή κι αυτά είναι συστατικά της ζωής μας, ας έχουν τουλάχιστον χάπι εντ: να πώς τα πράγματα διορθώθηκαν, να πώς επιζήσαμε κι όλα πήγαν καλούτσικα. «Ο τρελο-Ναπολέοντας συμμαζεύτηκε, υπέστη το Βατερλό του και… Όσο για την κυρία Ιωσηφίνα δεν έζησε για να δει την Παλινόρθωση των Βουρβόνων που θα τη σκότωνε έτσι κι αλλιώς… Στο μεταξύ, εκείνες τις μέρες στην Ελλάδα…»

Το τρίτο στοιχείο είναι η κριτική θεώρηση των γεγονότων χωρίς τον Κακό Λύκο που έφαγε την Κοκκινοσκουφίτσα· κυρίως, μ’ ένα είδος Κοντορεβιθούλη που τσούκου-τσούκου βρίσκει τον δρόμο του. Τα παιδιά, ακόμα κι όταν παριστάνουν τους μεγάλους, δυστυχούν μπροστά στη σκηνοθεσία ενός κόσμου όπου όλα είναι δύσκολα ή και φρικιαστικά ακόμα– ούτε χάβουν εύκολα ασπρόμαυρες παραμυθίες: σηκώνουν το ένα φρύδι και τότε το παιχνίδι μέσα στην τάξη είναι χαμένο. Τέλος, μια καλή αφήγηση με πολλά χρώματα διευκολύνεται από τη διεπιστημονικότητα: τη σύνδεση με τη γεωγραφία, τη βιολογία, την ανθρωπολογία. Κυρίως διευκολύνεται από ένα αίσθημα ελευθερίας, όχι από τη συμπλεγματική αλαζονεία του εθνικισμού, ούτε από την αυτοαπέχθεια που προπαγανδίζουν ορισμένοι κύκλοι στις δυτικές χώρες. Για να διδάξουμε ιστορία, χρειάζεται να έχουμε κάποια τάξη μέσα μας, μια μορφή ψυχικής γαλήνης: νηφαλιότητα, ψυχραιμία, αισιοδοξία· κι ένα βλέμμα επιείκειας πάνω στον άνθρωπο, στα παθήματά του και στο μεγαλείο του.

Πηγή: AthensVoice

Η Σώτη Τριαντάφυλλου είναι συγγραφέας-ιστορικός. [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]