Τα κανάλια της Βενετίας καθάρισαν κι έγιναν κρυστάλλινα, οι δορυφόροι δείχνουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις μειώθηκε δραστικά, η ακινησία της καραντίνας εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ωφελεί το περιβάλλον. Κάποιοι μυστικοπαθείς οικολόγοι θα μπορούσαν να πουν ότι η πανδημία είναι μια προειδοποίηση της Μεγάλης Μητέρας Γαίας για να συμμαζευτούμε! (με τόσες θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν, είμαι σίγουρη ότι θα βρέθηκαν και κάποιοι να το υποστηρίξουν!). Είναι πάντως γεγονός ότι τους τελευταίους 2 μήνες βιώνουμε μιαν άλλη πόλη: ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, η πλατεία, τα οχήματα συνθέτουν ένα σκηνικό από ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Ωστόσο εκτός από την άμεση υγειονομική κρίση, η κλιματική κρίση είναι πάντα εδώ. Όταν η πανδημία ξεπεραστεί με το εμβόλιο, τα φάρμακα και την ανοσία, θα μας μείνει θετική ή αρνητική κληρονομιά; Και τί θα σημαίνει αυτό ειδικότερα για τις πόλεις μας;
Δύσκολη η απάντηση.
Μια αισιόδοξη πρόβλεψη θα αφορούσε τις δημόσιες συγκοινωνίες: Αφού διαπιστώσαμε πόσο μειώνεται η ατμοσφαιρική ρύπανση, μπορούμε να μειώσουμε τη χρήση των ΙΧ και να στραφούμε στις μαζικές συγκοινωνίες. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος: ο φόβος της μόλυνσης θα κρατήσει για καιρό (τουλάχιστον μέχρι το εμβόλιο), οπότε θα αισθανόμαστε πιο ασφαλείς μέσα στα ΙΧ μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη αυτό ενθαρρύνεται και επισήμως. Από τη άλλη μεριά, είναι πολλαπλά θετικό μέτρο το σπάσιμο του ωραρίου προσέλευσης των εργαζομένων: δε θα μειώσει μόνο τον συνωστισμό αλλά θα αραιώσει τις ώρες αιχμής της κυκλοφορίας και θα συμβάλει στη μείωση των ρύπων στις πόλεις. Ελπίζω να εφαρμοστεί με επιτυχία.
Πάλι σε σχέση με το κυκλοφοριακό, η σίγουρα θετική κληρονομιά είναι η αλματώδης ψηφιοποίηση που αναγκαστήκαμε να εφαρμόσουμε – ευτυχώς και επιτυχώς. Η εργασία και άλλες δραστηριότητες από το σπίτι πιστεύω ότι θα παραμείνουν ως πρακτική κατά μεγάλο βαθμό και έτσι θα μειωθούν οι ρυπογόνες μετακινήσεις. Ελπίζω αυτό να σημάνει παράλληλα και ενθουσιασμό για την πεζή κίνηση και την ποδηλασία, που μεταξύ άλλων ευνοούν κατεξοχήν τη φυσική κοινωνική επικοινωνία, σύμφυτη με την έννοια της πόλης.
Όσο για τη λειτουργία εργοστασίων και άλλων ρυπογόνων οικονομικών δραστηριοτήτων η απάντηση είναι αμφίβολη: όταν απειλούμαστε με μεγάλη ύφεση και ανεργία, μπορούμε να μειώσουμε του ρυθμούς παραγωγής; Ωστόσο είναι μια χρυσή ευκαιρία η επανεκκίνηση να σημάνει και αναπροσανατολισμό της παραγωγής προς οικολογικά προϊόντα, πχ ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ανεμογεννήτριες, βιολογικά προϊόντα διατροφής.
Στη μικρή μας ανθρώπινη κλίμακα η έλλειψη συνωστισμού σε εστιατόρια και καφενεία θα είναι ευλογία για τους θαμώνες, κατάρα για τους ιδιοκτήτες. Ναι, αγαπούμε τα τραπεζάκια έξω, αλλά ελπίζω να μην ξαναδούμε αυτό το απίστευτο στοίβαγμα τραπεζοκαθισμάτων, που καταργούσε κάθε έννοια ιδιωτικότητας και χαλάρωσης. Πάν μέτρον άριστον.
Γενικότερα, πραγματική θετική κληρονομιά θα είναι η εμπιστοσύνη που χτίστηκε αυτούς τους δυό μήνες ανάμεσα στους πολίτες και την Πολιτεία, τους ειδικούς επιστήμονες και τους σχετικούς θεσμούς. Και δεν πρόκειται για τυφλή εμπιστοσύνη αλλά για το αποτέλεσμα συνδυασμού πληροφόρησης, πειθούς και αποφασιστικότητας. Μακάρι αυτό το πνεύμα συναίνεσης να κρατήσει και να επεκταθεί και σε θέματα αστικού περιβάλλοντος, σε πολεοδομικές παρεμβάσεις, αστικό πράσινο, διαχείριση απορριμάτων, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Με τα ίδια εργαλεία κριτικού διαλόγου.
Ωστόσο, η ολοκληρωμένη, βιώσιμη αστική ανάπτυξη δεν νοείται ως άθροισμα πολλών σημειακών βελτιώσεων, αλλά ως προϊόν ολοκληρωμένου σχεδιασμού, πολιτικών χρηματοδότησης και περιφερειακής ανάπτυξης, με ρυθμιστικά σχέδια στηριγμένα στις αρχές της βιωσιμότητας. Πχ η ανάπλαση κεντρικών πλατειών υπερτοπικής σημασίας πρέπει να πραγματοποιείται κατόπιν αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, οι προδιαγραφές του οποίου οφείλουν να έχουν ως γνώμονα όλες τις παραπάνω αρχές. Οι σημειακές παρεμβάσεις, σημαντικές ως ένα βαθμό σε πιλοτικό επίπεδο, είναι ανεπαρκείς για το σύνολο της πόλης, εάν και ο γενικότερος πολεοδομικός σχεδιασμός δεν διέπεται από οικολογικές αρχές. Με βάση τις ίδιες αρχές, πρέπει να κλείσουν όλα τα παραθυράκια που επιτρέπουν δόμηση μέσα σε δάση, αιγιαλούς και άλλους απόλυτα προστατευόμενους τόπους. Είναι μια γάγγραινα που δεν λέει ακόμα να σταματήσει.
Πρέπει να κατανοήσουμε τις πόλεις ως οικοσυστήματα, ως τόπους όπου συντελείται με μοναδικό τρόπο η αλληλεπίδραση διαφορετικών προσώπων και στοιχείων φυσικών, τεχνητών και κοινωνικών. Η πόλη είναι ένα φαινόμενο τόσο σύνθετο, όσο ένας ζωντανός οργανισμός. Χάρις στη μεγάλη συγκέντρωση οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αγαθών η πόλη λειτουργεί ως τόπος εκπλήρωσης των επιθυμιών, της πολλαπλότητας ευκαιριών, επαφών, διαδραστικότητας με τους άλλους ανθρώπους, που ξεπερνούν κατά πολύ το βασικό ζήτημα της προσφοράς εργασίας.
Έτσι, η αίσθηση κοινωνικής στέρησης που νιώσαμε, αλλά και οι μορφές κοινωνικότητας, αλληλεγγύης και καλλιτεχνικής δημιουργίας που επινοήθηκαν τους μήνες του κορωνοϊού δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Από την άλλη, ο φόβος υποτροπής και καταστροφής δεν έχει εκλείψει. Στο χέρι μας, στο χέρι της κοινωνίας των πολιτών, της επιστημονικής κοινότητας και του πολιτικού κόσμου είναι να πραγματοποιήσουμε το καλό και όχι το δυστοπικό σενάριο. Δε πιστεύω στα βαρύγδουπα “ξανασυναντήσαμε τον εαυτό μας” ή “την επόμενη μέρα θα έχουμε γίνει καλύτεροι άνθρωποι”. Δεν νομίζω πως θα γίνουμε πιο ολιγαρκείς. Δεν είναι στο DNA του Sapiens. Ωστόσο μπορούμε τουλάχιστον να ξαναδούμε λίγο τη ζωή μας μέσα στο αστικό ιστό. Θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε πάλι την πόλη μας. Αυτή είναι η βάση και η ουσία για ένα βιώσιμο αστικό περιβάλλον πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία.
Η Μελίττα Γκουρτσογιάννη είναι αρχιτέκτων.