Όταν σκεφτόμαστε τα χρόνια στις προ κρίσης δεκαετίες, σχεδόν όλοι μας, ή τουλάχιστον, οι άνθρωποι της γενιάς μου, οι γεννημένοι από την δικτατορία και μετά, θεωρούμε ότι «τότε» τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα γιατί «λεφτά υπήρχαν».
Μήπως όμως αδικούμε τον τωρινό εαυτό μας και την σύγχρονη πραγματικότητα, ακόμα και σε εποχές μετά-κορονοϊό και αβέβαιου οικονομικού μέλλοντος, εξετάζοντας τον παρελθόν υπό την διαθλασμένη νοσταλγία μιας ανεπίστρεπτης νιότης;
In those days, λοιπόν δεν είχαμε μετρό, μόνον έναν έρημο και ασθμαίνοντα υπερφορτωμένο ηλεκτρικό, και η κυκλοφορία στο κέντρο, ήταν αν μη τι άλλο δαιδαλώδης και δύσκολη, αφού κανένας δρόμος δεν ήταν πεζόδρομος και η άνοδος της Ερμού – μάλιστα η Ερμού ήτο άνοδος- μπορεί και να διαρκούσε και μισή ώρα. Και το νέφος κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα μόλις ζέσταινε λίγο ο καιρός.
Δεν είχαμε όχι κινητό, αλλά ούτε καν αυτόματο τηλεφωνητή και ξεροσταλιάζαμε πάνω από ένα σταθερό τηλέφωνο που συχνά πυκνά «έμενε βουβό» -και λόγω βλάβης- βδομάδες ολόκληρες. Για να μην ξεκινήσουμε να μιλάμε για το στήσιμο στα ραντεβού.
Η ανάσυρση πληροφορίων από τους ασήκωτους τόμους της εγκυκλοπαίδειας, εκτός από υπομονή, απαιτούσε και σωματική ρώμη, άσε που συνήθως δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε κάτι που ακούσαμε κάπου, και λεγόταν κάπως.
Η τηλεόραση τελείωνε σκάρτα μεσάνυχτα. Aν τόχανες του Star Trek, έκλαιγες μέχρι το επόμενο.
Κανείς μας δεν είχε ιδέα πόσο νόστιμο ήταν το σούσι.
Η βόλτα στα εμπορικά μαγαζιά του κέντρου, ήταν μονόδρομος αν ήθελες να βρεις να αγοράσεις κάτι καλό.
Για να πας στο γήπεδο έπρεπε να στηθείς στην ουρά της λεωφόρου Αλεξάνδρας από τα ξημερώματα, αν ήθελες να βρεις εισιτήριο για το ντέρμπι.
Αβάν γκαρντ θεατρικές παραστάσεις, απλά δεν υπήρχαν.
Ο Guardian έφτανε στα περίπτερα της πλατείας Κολωνακίου, με μια βδομάδα καθυστέρηση.
Για να κάνεις εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, έπρεπε να ξέρεις εξάπαντος την γκόμενα του Γιακούμπ, ή έστω την Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου.
Όσο για τα ταξίδια στο εξωτερικό, χρειαζόσουν βίζα και συνάλλαγμα.
Η Αστυπάλαια ήταν δυο μέρες με το πλοίο της γραμμής. (Και σήμερα δεν έχει βελτιωθεί και πολύ η κατάσταση).
Και κάθε φορά που πέρναγες το πέταλο του Μαλλιακού αλώβητος, άναβες και μια λαμπάδα στην χάρη της στην Τήνο.
Όσο για την πολιτική, δεν μπορούσες να κατέβεις υποψήφιος, παρεκτός κι αν πρώτα δεν «σκότωνες» κάτι κτηματάκια στο χωριό.
Και ναι, ήμασταν 20, 30, 40 και ο κόσμος ήταν στις άκρες των δαχτύλων μας, ο έρωτας φούσκωνε τα μυαλά μας, ήμασταν άτρωτοι, κατακτητές και κυρίαρχοι. Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες και τα μνημόνια.
Όμως, λέω μήπως, τελικά δεν την ζυγιάζουμε δίκαια την τωρινή μας μοίρα. Σαφώς και θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Αλλά μήπως είναι ήδη αρκετά καλή, αφού ακόμα κι εμείς οι «μετρίως μέτριοι» της μεταπολίτευσης καταφέραμε και κρατηθήκαμε μέσα στην Ευρώπη και κατά κύριο λόγο είμεθα ασφαλείς και ελεύθεροι.
Βέβαια οι αστυνομικοί, ακόμα προσπαθούν με ζέση και αυταπάρνηση να διατηρήσουν το τιμητικό τίτλο του μπάτσου, και οι Κασιδιάρηδες και οι Ραχήλ αυτού του κόσμου εξακολουθούν και κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα ανάμεσά μας, όμως υπάρχουν πάντα οάσεις λογικής κι ευαισθησίας, όπως ο Σταύρος και το Ποτάμι του.
Τώρα λοιπόν, μια ανάσα πριν τους εορτασμούς των 200 ετών, κάνοντας μια πρόχειρη σούμα, ένας παράλογο απολογισμό, λέω σύντροφοι και συντρόφισσες ότι μπορεί κι αυτές οι άκρως «ενδιαφέρουσες μέρες» που ζούμε, να αξίζουν της αδιάσπαστης προσοχής και αγάπης μας. Λέω εγώ….
Η Μάρω Κακαβέλα είναι μηχανολόγος μηχανικός.