Ένας απ’ του ’60 τους εκδρομείς είμαι και εγώ… Μεγάλωσα με αγάπη για την κυανόλευκη. Την έβρισκα και την βρίσκω ακόμα πανέμορφη. Το ίδιο και για τον υπέροχο, μοναδικό, εθνικό μας ύμνο. Γαλουχημένος ήμουν από νωρίς με αγάπη για την πατρίδα, ακούγοντας ιστορίες ηρωικές και ένδοξες, θυσιών και ανδραγαθημάτων˙ κάποιες πραγματικές, κάποιες όχι, πάντως μέρος της εθνικής μυθολογίας μας, όχι πάντα περιττής.
Στην πορεία μάθαινα για το μέγεθος και το βάθος του αρχαίου κλασσικού πνεύματος και την απαράμιλλη συμβολή του στη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ταύτιζα βεβαίως τη σημαία με το υπέροχο τοπίο, τα χρώματα της θάλασσας που πλημμύριζε το βλέμμα μου αλλά και των απέριττων αλλά εξαίσιων ανθρώπων έργα του γλαυκού Κυκλαδίτικου αλλά όχι μόνο αστικού τοπίου και, έτσι, ασφαλώς, η περηφάνια μου στη θέα της σημαίας και το άκουσμα του εθνικού μας ύμνου ήταν τεράστια. Και ακόμα είναι…
Μεγαλώνοντας, καθώς μελετούσα πλέον και δεν διάβαζα απλώς την ιστορία και όχι μόνο, άνθρωπος όντας με δίψα για μάθηση σε βάθος και αγωνία για τεκμηριωμένη και πολύπλευρη πληροφορία, επέμενα να αναπτύσσω, όσο το δυνατόν, ανεξάρτητη και απαλλαγμένη από δογματισμούς και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, τη σκέψη μου. Έχοντας λοιπόν πια μπει για τα καλά και σε διάφορα επίπεδα στη ζωή, συνειδητοποιούσα, όλο και περισσότερο, διάφορα πράγματα. Πράγματα που, συν τω χρόνω, απομυθοποιούσαν για τα καλά την άποψή μου για την Ελλάδα, τους Έλληνες, τη διαδρομή μας από τα βάθη της ιστορίας μέχρι σήμερα, ιδίως από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους αλλά και πιο πριν ακόμα.
Κατάλαβα λοιπόν πως δεν ήμασταν πάντα εμείς οι καλοί της ιστορίας, πως για τα όσα κακά μας συνέβησαν δεν ήταν οι κακοί οι ξένοι που πάντα, σαν μόνιμος αποδιοπομπαίος τράγος, έφταιγαν για όλα, πως η διαδρομή μας δεν είναι γεμάτη μόνο από σελίδες κλέους, αλλά, πάμπολλες φορές, και αθλιότητας, αίσχους, εγκλημάτων και αυτοκαταστροφικής ανοησίας. Εντόπιζα με θλίψη και πόνο τις ρίζες των χρόνιων και ολέθριων παθογενειών που ταλανίζουν εδώ και αιώνες τον τόπο και δεν του επιτρέπουν να γίνει, επιτέλους, μία φυσιολογική, κανονική χώρα δυτικού τύπου.
Παρατηρούσα την όμορφη χώρα μας, την ευλογημένη απ’ τους θεούς και υπέροχα χτισμένη από τα αγνά κοινωνικά υλικά της, όποιας αστικής τάξης υπήρχε στη χώρα όπως και των γνήσιων λαϊκών στρωμάτων, να καταστρέφεται, να παραδίνεται στην ολοένα και περισσότερο ανυπόφερτη ασχήμια, στη «γυφτιά», στην κακογουστιά και στη βρωμιά. Παρατηρούσα ακόμα την, έτσι κι αλλιώς, ανέκαθεν προβληματική ελληνική κοινωνία να εκφυλίζεται αλματωδώς και να αλλοτριώνεται ραγδαία, να αποχαυνώνεται…
Ιδίως μετά την ολέθρια για τον τόπο, τους ανθρώπους του και την ψυχή τους «τριλογία» του άθλιου λαϊκισμού (περίοδοι χούντας, Ανδρέα και ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ), το πράγμα έχει παραγίνει μοιάζοντας πλέον σαν να μην υπάρχει επιστροφή. Συνεχώς, έρχεσαι, σε κάθε επίπεδο της καθημερινής ζωής, αντιμέτωπος με συμπεριφορές άθλιες, απ’ τον τρόπο οδήγησης μέχρι την τρομακτική, συχνή και συνήθη βαρβαρότητα απέναντι στα ζώα, με νοσηρές νοοτροπίες που κυριαρχούν σε κάθε τομέα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.
Με μία συνεχή ανώριμη και ανόητη πολιτική αντίληψη και πρακτική που οδηγεί μονίμως τη χώρα σε αδιέξοδα, σε πισωγυρίσματα και σε τέλματα, με αδιαφορία για τα πάντα, με έναν επικίνδυνο και υφέρποντα φασισμό και ρατσισμό έναντι του αδύναμου και του διαφορετικού, με μία ηλίθια και αναχρονιστική θρησκοληψία, με τη μόνιμη πρόταξη του ακαλλιέργητου, βλακώδους και πρωτόγονου «εγώ» έναντι των πάντων, με την κατάλυση κάθε έννοιας κοινωνικότητας και την αναγόρευση της αυθαιρεσίας και της ασυδοσίας σε απόλυτο και «δημοκρατικό» δικαίωμα, με καθυστέρηση σε βασικούς τομείς και αντίδραση σε οποιαδήποτε προσπάθεια νεωτερισμού και εκσυγχρονισμού προκειμένου να μην διασαλευτεί, να μην ταρακουνηθεί το καθεστώς του βολέματος και της εξυπηρέτησης των κάθε λογής συντεχνιακών αντιλήψεων και συμφερόντων.
Όλα αυτά, εδώ και καιρό, με έκαναν να νιώθω, ολοένα και περισσότερο, ξένος στον τόπο μου! Και είναι αυτό ένα μοναδικά πικρό συναίσθημα. Και βεβαίως, διόλου περήφανος ένοιωθα˙ ούτε για τη χώρα μου, ούτε τους ανθρώπους της… Περιοριζόμουν σταδιακά στον δικό μικρόκοσμο προσπαθώντας να επιβιώσω και διοχέτευα την κοινωνικότητα και την δραστηριότητά μου σ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, η αγάπη για τη σημαία και η συγκίνηση για τον εθνικό μας ύμνο περιορίζονταν όλο και περισσότερο απομένοντας μία όλο και πιο θλιβερή ανάμνηση… Τι να σου πουν τα σύμβολα, ο Σολωμός και ο Μάντζαρος, όταν γύρω σου συναντάς παντού και συνεχώς το μαύρο χάλι της αδράνειας και της παρακμής;
Είναι όμως έτσι; Είναι αυτή η Ελλάδα που βλέπω γύρω μου, η δική μου Ελλάδα; Έλεγε ο Ελύτης: «Για µένα υπάρχει η Ελλάδα η δική µου. Δεν είναι η Ελλάδα η τρέχουσα. Και το έργο µου έρχεται σαν βράχος στο κύµα που τη χτυπά. Αντιστέκεται. Και η αντίσταση είναι ουσιαστική. Βγαίνει έµµεσα µε κάτι που διαρκεί – αυτό είναι και το ουσιώδες του δηµιουργού. Διότι η Ελλάδα µπορεί να είναι και εκατό χρόνια σε πτώση κι εγώ γράφω ένα ποίηµα που έχει αντίκρυσμα στην Ελλάδα την παντοτινή».
Πράγματι, ευτυχώς από μία άποψη και δυστυχώς από μία άλλη, δεν είναι μία η Ελλάδα, είναι δύο. Και συγκρούονται εξαρχής. Η μία είναι η άθλια πλέον Ελλάδα που περιέγραψα πιο πάνω, κυρίαρχη προς ώρας και, δυστυχώς, νικήτρια ως τα τώρα. Με πολιτικούς όρους, είναι η Ελλάδα της βαθιάς συντήρησης, της πελατειακής και συντεχνιακής αντίληψης, του ρουσφετιού και της ρεμούλας, της καθυστέρησης και του λαϊκισμού. Είναι η Ελλάδα που σκότωσε τον Καποδίστρια, που εξοστράκισε τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, που αγνόησε και πολέμησε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εξέλιξης. Είναι η Ελλάδα της ελληναράδικης συμφοράς!
Η άλλη είναι η Ελλάδα που αγαπώ. Η υπέροχη Ελλάδα του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η Ελλάδα που αγωνίζεται να γίνει μία φυσιολογική, σύγχρονη, ανθρώπινη χώρα, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοινωνός των αρχών της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού και σοβαρός και υπολογίσιμος παράγων της διεθνούς κοινότητας. Η Ελλάδα που παλεύει να καλύψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα κενά που της άφησαν τα ιστορικά ραντεβού στα οποία, για διάφορους λόγους, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Η Ελλάδα που μπορεί να συνδυάσει και να συνδέσει, σε μία αγαστή ισορροπία, τα θετικά στοιχεία της Δύση με της Ανατολής.
Η Ελλάδα της φιλαλληλίας, της αλληλεγγύης, της (πραγματικής) προόδου, της οικονομικής ευρωστίας, του εθελοντισμού, της περιβαλλοντικής και φιλοζωϊκής μέριμνας και φροντίδας, της αισθητικής, του πολιτισμού και των τεχνών, του μέτρου και του δυναμισμού, της ευθύνης και του σεβασμού των κανόνων και του θεσμικού/νομικού πλαισίου. Είναι η Ελλάδα, εν τέλει, που προτάσσει το «εμείς» απ’ το «εγώ». Η Ελλάδα που έζησα και γνώρισα μικρός, πριν ακόμα ο νεοπλουτισμός και η κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας και του εύκολου κέρδους, η νοοτροπία δηλαδή της ‘αρπαχτής’, προλάβουν να την εκφυλίσουν και να την εξαχρειώσουν, η άφθαρτη, απλή, απέριττη και πανέμορφη χώρα. Η Ελλάδα που διάβασα, άκουσα και λάτρεψα.
Η Ελλάδα του Μίκη, του Μάνου, του Τσιτσάνη και του Σκαλκώτα, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Κάλβου και του Καβάφη, του Κορνάρου, του Καζαντζάκη, του Τσίρκα, του Θεοτοκόπουλου, του Τσαρούχη και του Μόραλη, του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη, της Ζ. Νικολούδη και της Ρ.Μάνου. Και τόσων και τόσων άλλων, αναρίθμητων δημιουργών, προηγούμενων και σύγχρονων που συνθέτουν μίαν άλλη χώρα, μίαν άλλη εκδοχή. Αυτή την Ελλάδα αγαπώ, σ’ αυτήν την Ελλάδα πιστεύω και αυτήν την Ελλάδα σκέφτομαι, νοσταλγώ και οραματίζομαι βλέποντας τη γαλανόλευκη να κυματίζει και ακούγοντας να ανακρούεται ο εθνικός μας ύμνος!
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
Όπου και να θολώνει ο νους σας
Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
Και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»
Οδυσσέας Ελύτης
Πηγή: Αndro