Ακούω τελευταία τη διαπίστωση πολλών ότι η χώρα είναι άτυχη, διότι πάνω που εξήλθε της 10ετούς οικονομικής κρίσης, προέκυψε η πανδημία του νέου κορωνοϊού, η οποία θα την οδηγήσει εκ νέου σε ύφεση και μαρασμό. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι όμως παραγωγική. Οι λαοί που θέλουν πραγματικά να προοδεύουν κινούνται με τη νοοτροπία ότι «δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη». Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να εξαρτόμαστε όσο λιγότερο γίνεται από παράγοντες που δεν περνούν από το χέρι μας (όπως η τύχη). Γιατί;

Για δύο λόγους που όσο προφανείς κι αν φαίνονται τόσο αδιάφοροι περνούν από σημαντική μερίδα συμπολιτών μας:

  1. Οι «ατυχίες» σε διεθνές επίπεδο θα συμβαίνουν ασταμάτητα. Η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα με αδύναμη οικονομία μέσα σε έναν κόσμο που κυρίως καθορίζεται από τις στρατηγικές αποφάσεις και τις κινήσεις τακτικής των μεγάλων χωρών που έχουν ταυτόχρονα και πολύ ισχυρή οικονομία. Παράλληλα, η ανθρωπότητα έχει οικοδομήσει την απίστευτη επιστημονική/ τεχνολογική και αριθμητική της πρόοδο κατά τους τελευταίους δύο αιώνες σε βάρος της βιοκλιματικής ομοιόστασης του πλανήτη. Η χώρα τέλος έχει να αντιμετωπίσει και τις ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από την ευαίσθητη γεωγραφική της θέση (π.χ. πολυπολιτισμικός κόμβος, επιθετικότητα Τουρκίας). Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε 5-10 χρόνια η χώρα μας έρχεται και θα εξακολουθήσει να έρχεται αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις είτε μίας σοβαρής αλλαγής στις γεωπολιτικές – παγκόσμιες οικονομικές ισορροπίες (πτώση σοβιετικής ένωσης τη δεκαετία του 1980, παιχνίδια εξουσίας γύρω από τον έλεγχο των παγκόσμιων ενεργειακών πόρων στη Μέση Ανατολή τη δεκαετία του 1990, προσθήκη στα παιχνίδια αυτά εξουσίας και της παραμέτρου της παγκόσμιας τρομοκρατίας/ θρησκευτικού-πολιτισμικού φονταμενταλισμού τη δεκαετία του 2000, πολλαπλές οικονομικές κρίσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης και διάρκειας τέλη των δεκαετιών του 1980, 1990, 2000 και 2010) είτε μίας περιβαλλοντικής-ανθρωπιστικής κρίσης (αραβική άνοιξη και ανάδυση των τεράστιων μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων τη δεκαετία του 2010, πανδημία κορωνοϊού το 2020) είτε κάποιου πιο τοπικού αλλά σημαντικού εθνικού προβλήματος (π.χ. γεγονότα το 1974, 1986, 1987, 1992, 1995, 1996, 2016, 2019 που δημιούργησαν διπλωματικές κρίσεις με την Τουρκία). Οι προκλήσεις λοιπόν που υπερβαίνουν τη χώρα, στις οποίες όμως πρέπει να ανταποκριθεί αν θέλει να επιβιώνει, είναι και θα είναι ασταμάτητες. 
  2. Η εμπειρία από τις δύο πιο πρόσφατες κρίσεις (υγειονομική και οικονομική) μας δείχνει ότι η πρόληψη είναι απείρως πιο επωφελής από τη θεραπεία. Στην περίπτωση της οικονομική κρίσης βρεθήκαμε με την πλάτη στον τοίχο για μία ολόκληρη 10ετία (2010-2019), αφού αμελήσαμε δραματικά την περίοδο 2004-2007 να θωρακίσουμε την οικονομία, και αργότερα (2007-2009) αρνούμασταν να παραδεχθούμε ότι η κρίση αυτή θα μας αγγίξει. Αντίθετα, η πολύ έγκαιρη λήψη των κατάλληλων περιοριστικών μέτρων κατά την παρούσα πανδημία προστάτεψε και τους πολίτες της χώρας και το υγειονομικό της σύστημα. 

Η χώρα έχει ανάγκη από σοβαρούς πολιτικούς, οι οποίοι θα μιλούν λιγότερο και θα σχεδιάζουν/ υλοποιούν περισσότερο με το βλέμμα στραμμένο στις προκλήσεις του μέλλοντος, βασισμένοι στην επιστημονική γνώση. Επίσης έχει ανάγκη από ώριμους πολίτες, που με την ψήφο τους θα επιβάλλουν στην πολιτική τάξη της χώρας εκείνους τους αντιπροσώπους που διαθέτουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. 

Ο Κωνσταντίνος Καλαφατάκης είναι ιατρός – νευροεπιστήμονας.