Ομιλία του Θόδωρου Τσίκα, στην εκδήλωση του Ινστιτούτου του Ποταμιού π² “Το Θερμό Καλοκαίρι του Ερντογάν”
Η ένταση με την επιδίωξη της Τουρκίας για γεωτρήσεις σε θαλάσσια περιοχή έξω από την Κύπρο, ήταν από πολλού αναμενόμενη. Οι ενέργειες της Τουρκίας γίνονται σε θαλάσσια περιοχή, για την οποία η Λευκωσία ισχυρίζεται ότι ανήκει στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), χωρίς όμως αυτή να έχει οριοθετηθεί πλήρως και οριστικά. Σε κάθε περίπτωση να διευκρινίσουμε ότι, η θάλασσα εντός ΑΟΖ είναι διεθνή ύδατα και όχι χωρικά ύδατα της Κύπρου ή άλλου κράτους. Δεν υπάρχει δηλαδή εθνική κυριαρχία σε αυτά, αλλά μόνον δικαίωμα οικονομικής εκμετάλλευσης.
Παρ’ όλα αυτά, η ανακάλυψη κοιτασμάτων ορθώς είχε θεωρηθεί ως κίνητρο για τις δύο πλευρές, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, για να εξευρεθεί λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Και τούτο, διότι η θέση της διεθνούς κοινότητας είναι ότι, ναι μεν η Κυπριακή Δημοκρατία έχει το δικαίωμα σε έρευνες και εξορύξεις, αλλά τα έσοδα και ο πλούτος αυτός πρέπει να αξιοποιηθούν προς όφελος και των δύο Κοινοτήτων της Κύπρου. Ότι και στην διαχείριση των εσόδων πρέπει να μετέχουν, τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι.
Ο ασφαλής τρόπος για να γίνει αυτό είναι να βρεθεί -συμβιβαστική βεβαίως- λύση στο χρονίζον Κυπριακό, με την οποία Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μετέχουν, με βάση την συμφωνημένη αρχή της πολιτικής ισότητας, στην διακυβέρνηση ενός ομοσπονδιακού κυπριακού κράτους (Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία).
Ίδια είναι και η θέση της ελλαδικής και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Με μία διαφορά. Λένε – ορισμένοι αρμόδιοι τουλάχιστον- ότι, από τον πλούτο αυτόν οι Τουρκοκύπριοι θα ωφεληθούν, μόνο όταν και εφόσον βρεθεί λύση στο Κυπριακό. Αυτό, σε ένα πρόβλημα που χρονίζει επί δεκαετίες, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό. Διότι θα μπορούσε να είναι πρόσχημα για τους Ελληνοκύπριους, να τρενάρουν επ’ αόριστον τις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού, και στο μεταξύ να νέμονται μόνοι τους τα έσοδα από τις έρευνες και τις εξορύξεις.
Διότι σήμερα η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ελέγχεται μόνο από την ελληνοκυπριακή Κοινότητα, και όχι και από τις δύο Κοινότητες όπως προβλέπουν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, με τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Η κατάσταση αυτή υπάρχει, όχι από την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974, αλλά πολύ πριν, από το 1963,μόλις δηλαδή τρία χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου.
Γι’ αυτό και ο διεθνής παράγοντας μεσολάβησε για να πραγματοποιηθούν οι εντατικές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μέσα στο 2017 στην Ελβετία. Αυτές όμως, την τελευταία στιγμή ναυάγησαν, και για την αρνητική αυτή εξέλιξη σύμφωνα με τον ΟΗΕ έχει ευθύνες μεταξύ άλλων, και το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, και η ηγεσία της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η γενικευμένη δυσπιστία λοιπόν, αλλά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης και θάρρους για τους αναγκαίους συμβιβασμούς είναι, ως συνήθως, ο κυριότερος παράγοντας του αδιεξόδου.
Δεν θα έπρεπε να εκπλήξει κανέναν η επιθετική στάση της Τουρκίας στο θέμα αυτό. Πρόκειται για μια στρατηγική που έχει αυτή καταστρώσει εδώ και λίγα χρόνια, καθώς το Κυπριακό συνδέεται στενά με τα ζητήματα ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή, που αφορούν τα κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο, τους αγωγούς που πρόκειται να δημιουργηθούν, και την εκκρεμή οριοθέτηση των ΑΟΖ στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ίδιας της Τουρκίας. Η Τουρκία, που διεκδικεί ρόλο ισχυρής περιφερειακής δύναμης, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αυτόν τον ρόλο, χωρίς ενεργή συμμετοχή στο ενεργειακό παιχνίδι της περιοχής.
Η Τουρκία επιχειρεί να καταγράψει αμφισβητήσεις, στέλνοντας ένα καθαρό μήνυμα ότι χωρίς τη συμμετοχή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Πάντως, μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση από την πλευρά της δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μπορεί να της γυρίσει μπούμερανγκ. Παρά την “προσεκτική” τακτική του διεθνούς παράγοντα ως προς την τουρκική στάση, υπάρχουν όρια που συνδέονται με ευρύτερες παραμέτρους στην περιοχή. Ουδείς μπορεί να αποδεχθεί εύκολα την ανατροπή των στρατηγικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο, που τελικά επιδιώκει η Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι και η Τουρκία ως παράκτια χώρα έχει νόμιμα συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όχι βέβαια στην έκταση που αυτή ισχυρίζεται, αλλά πάντως υπαρκτά με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Επομένως, οι χρήσιμες τριμερείς συνεργασίες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη συνεννόησης με την Τουρκία, ούτε -πολύ περισσότερο- να αποσκοπούν (ή να φαίνεται ότι αποσκοπούν) στον αποκλεισμό της Τουρκίας από την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.
Η σχετικά ήπια και κάπως ισορροπιστική αντίδραση (πέραν των φραστικών διατυπώσεων) των ισχυρών διεθνών παικτών -ΗΠΑ, Ρωσίας, ΕΕ, ΟΗΕ- κατά στις τελευταίες εξελίξεις, πρέπει να προβληματίσει και την δική μας πλευρά, τόσο για το αν υπάρχει πλήρης αποδοχή των θέσεων της, όσο και για το κατά πόσον είναι ρεαλιστικές κάποιες πολιτικές της.
Αποδείχθηκε εξάλλου ότι η σωστή κίνηση της Κύπρου να εμπλέξει μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες στην αξιοποίηση των κυπριακών κοιτασμάτων, από μόνη της δεν αρκεί. Καμία σοβαρή και μακροχρόνια επιχειρηματική επένδυση δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες έντασης και αστάθειας.
Η Κύπρος μπορεί να συνεχίσει τις έρευνες και τις γεωτρήσεις.
Θα ήταν όμως σημαντικό η ελληνοκυπριακή ηγεσία να ζητήσει άμεση συνάντηση με την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Να συγκροτήσουν μια κοινή Επιτροπή που θα διαχειρίζεται τα θέματα των υδρογονανθράκων.
Από κοινού να καλέσουν την Τουρκία να αποσύρει τις ναυτικές δυνάμεις της από την περιοχή που γίνονται οι έρευνες και οι γεωτρήσεις.
Να συνομιλήσουν με τα αρμόδια όργανα της Τουρκίας για τον καθορισμό της ΑΟΖ στη βόρεια θάλασσα που περιβρέχει τις δυο χώρες.
Να ξαναρχίσουν διαπραγματεύσεις και να ζητήσουν από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να συγκαλέσει μια νέα Διάσκεψη για να λυθεί οριστικά το Κυπριακό.
- O Θόδωρος Τσίκας είναι Διεθνολόγος