Κοιτάζω το ημερολόγιο και λέω ψεύδεται, δεν μπορεί να πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος. Πέρασε, μου λένε δυο ακόμα μικρές ρυτίδες, πέρασε. Αφουγκράζομαι το γρασίδι να μεγαλώνει σε κάθε βήμα της Άνοιξης. Έρχεται η Άνοιξη με βήματα, γοργά, άτσαλα, άγρια. Εκείνος ο φόβος που μας κύκλωσε πέρυσι, συνεχίζει ακόμα να μας πολιορκεί. Ακούμε τις πολεμικές ιαχές του, βλέπουμε πάνω από τα τείχη τις νεκρικές πυρές που καίνε ολονυχτίς. Αγριεύει, επιτίθεται ξανά και ξανά. Άοπλοι εμείς ανίκανοι τις πιο πολλές φορές ν’ αντισταθούμε, προσφεύγουμε ικέτες σε ναούς εγκαταλελειμμένους κι άγνωστους, χωρίς τάματα, χωρίς λαμπάδες, μόνο με κείνο το άδειο βλέμμα της απόγνωσης. Και περιμένουμε εναγώνια από το άδειο ιερό τους έναν χρησμό, μια παρηγοριά.
Τρέχουν τα πάντα γύρω μας. Δεν σταματά η γη, δεν σταματά ο χρόνος, εμείς όμως δεν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε. Εμείς μένουμε ξοπίσω ανήμποροι πια και καταβεβλημένοι. Όλοι γεμίζουμε τις μέρες μας με ελπίδες νικηφόρες, ακούμε την ανασαιμιά τους, έρχονται λέμε, έρχονται, αφουγκραζόμαστε το πάτημα από τα γυμνά τους πόδια, έρχονται λέμε. Τις φέρνει η Άνοιξη μαζί της, χορεύουν τα βράδια στα ξέφωτα με τις ξωθιές, ξεκουράζονται στ’ απόσκια. Έρχονται λέμε. Μα αργούν. Κι ανεβαίνει ο λυγμός στον λαιμό και γίνεται κόμπος και γίνεται σιωπή και γίνεται ανατριχίλα. Και γίνεται κουρτίνα μαβιά, σε παράθυρα που κούρασε ο αέρας να χτυπούνε τα παραθυρόφυλλα, και γίνεται σεντόνι λευκό να σκεπάσει τα κομμάτια μας που αφήνουμε ξοπίσω, στις άδειες μέρες της ζωής μας.
Ας μη κουνιόμαστε από την θέση μας. Φεύγουμε. Φεύγουμε από τον παλιό μας εαυτό, από τις παλιές μας συνήθειες, από την παλιά μας ζωή. Και θέλουμε να τ’ αφήσουμε όλα πίσω μας όμορφα, τακτοποιημένα, έτοιμα να τα χρησιμοποιήσουμε ξανά. Να πιάσουμε το νήμα από εκεί που μας το κόψανε. Μα θα μπορούμε; Θα έχουμε κουράγιο; Δεν είμαστε εμείς αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη, μια ανάμνηση είμαστε, φαντάσματα χλωμά του παρελθόντος. Έτοιμοι να διασχίσουμε εκείνη την εξαίσια λεπτή γραμμή και να βρεθούμε στην αντίπερα όχθη. Και χαμογελάμε αισιόδοξα κρύβοντας αριστοτεχνικά τις χαρακιές που μας καταφέρνει καθημερινά η μάχη.
Με κυνηγούν οι σελίδες μου, με κυκλώνουν ρολόγια που σταμάτησαν. Φάρμακα οσμίζομαι στον αέρα. Ξεχνάω τα λόγια μου. Κύματα νεκρών δευτερολέπτων στις άκρες του δρόμου, χρόνος επισφαλής, χρόνος κλεμμένος. Ποιος θα μας τον επιστρέψει τον χρόνο που μας έκλεψαν; Βγάζει τ’ αστέρια της η νύχτα και τ’ απλώνει, τρέχουμε να χωθούμε στα όνειρά μας, εκεί πια έχουμε καταφύγιο, στα όνειρά μας που κι αυτά σαν τα παλιά δεν είναι, σκεπαζόμαστε μ’ αυτό το μαγικό αστροστόλιστο σεντόνι, και σιγά σιγά ανασαίνουμε να μη χαλάσει η μαγεία της στιγμής, που ακούμε να έρχεται από μακριά την Άνοιξη με την παρέα της. Μα πως θα βρούνε τον δρόμο τους; Ρωτάμε. Πώς;
Ουρές για ένα τσίμπημα στο μπράτσο, ουρές για να μπούμε στις ουρές. Μας αγριεύει αυτός ο φόβος. Στηνόμαστε μπροστά σε οθόνες να αντικαταστήσουμε την επαφή, την ζεστασιά όμως της αγκαλιάς ποιος θα μας την ξαναδώσει; Στηνόμαστε μπροστά σε οθόνες να αντικαταστήσουμε την παρέα, το τσούγκρισμα του ποτηριού όμως δεν ηχεί πια το ίδιο. Θάμπωσε ο ήχος, θάμπωσαν τα μάτια. Ούτε με ευκρίνεια ν’ αναθυμόμαστε μπορούμε. Να αναθυμόμαστε μόνο θέλουμε, τυχαία χωρίς σειρά, χωρίς λογική, στιγμιαία. Στηνόμαστε σε ουρές για να ζήσουμε, την ζωή όμως που μας έκλεψαν πού θα την ξαναβρούμε, πώς θα βάλουμε νερό στο βάζο που χιλιοράγισε;
Πέρασε ένας χρόνος. Σαν ψέμα μου φαίνεται. Πέρασε. Τον θέλω πίσω, μ’ όλους αυτούς τους δρόμους που μου στερήσανε, μ’ όλα αυτά τα αγγίγματα που μου απαγορέψανε, μ’ όλα αυτά τα όνειρα που μου μολύνανε και δεν μπορώ πια να τα χαρώ, μ’ όλα αυτά τα χαμόγελα που στέκουν μαρμαρωμένα, που δεν μπορώ πια το ίδιο να ελπίζω, που μου περιορίσανε την ελπίδα όλων μας στα πέντε μέτρα.
Φράχτες ατσάλινοι οι βελόνες για να κρατήσουν έξω τον εχθρό, και μείς παραδομένοι στο όραμα μιας Βαβυλώνας κρεμαστής που αδιαφορεί, κουρνιάζουμε ακόμα πιο ανήμποροι. Άλλοι αποστρέφουν το βλέμμα σκεπασμένοι με μανδύες διαφορετικούς, από άλλα υφάδια, από τόπους άγνωρους, ποτισμένους με ξόρκια μυστικά και απειλητικά, κι άλλοι μισοτιμής διαλαλούν πραμάτειες στα τρίστρατα. Κλέβει στο ζύγι ο καιρός, κλέβει κι η Ιστορία. Χνάρια μας δείχνουν ν’ ακολουθήσουμε κι αυτά είναι ψεύτικα. Μας οδηγούνε. Ψέματα θεριεύουν μέσα στον φόβο, φρούδες υποσχέσεις, μνήμες αδύναμες, Ερινύες. Υπακοή ζητάνε. Στις άκρες των δαχτύλων ο ιδρώτας, γλιστρά η λαβή, δεν πιάνεται κανένας.
Μα έρχεται η Άνοιξη, άγρια κι απροσκύνητη. Το νιώθουμε στο αίμα που ακόμα δονείται, στις πληγές που ακόμα δεν κλείνουν, στα όνειρα που ακόμα δεν παραδίδονται, στα λουλούδια που επιμένουν ν’ ανθίζουν. Δρόμοι βρεγμένοι μας καρτερούνε και δύσκολοι. Πέρασε ένας χρόνος, το βλέπουμε στις άδειες κόγχες της προσμονής, στα αγάλματα που κουράστηκαν ακίνητα στις μετόπες, στα αγέλαστα πια χείλη, στα βήματα που ακόμα φοβούνται.
Να μην αφήσουμε την ζωή να γονατίσει, να μην αφήσουμε να μας κλέψουν κι άλλα όνειρα, να μην αφήσουμε τους δρόμους να γίνουν αδιέξοδα. Να προχωρήσουμε στο φως, να το αναζητήσουμε, αυτό δεν μπορούν να μας το κλέψουν, δεν φυλακίζονται τα όνειρα, πάντα θα δραπετεύουν από τις χαραμάδες που σκαλίζει με τον σουγιά η ελπίδα, πάντα.
Ιδρώτας κρύος, σχίζει σαν κρύσταλλο το μέτωπο, δεσμά γίνονται τα σκεπάσματα, πηχτή η αναπνοή γεμίζει το δωμάτιο, θολώνει σαν υγρασία τα τζάμια της ηρεμίας. Ρήγμα τεκτονικό στην φλούδα το ύπνου, βλέμματα φοβούμενα τον σκαρδαμυκτικό υμένα. Μια κραυγή μένει μετέωρη μέσα στην νύχτα, «το πιθάρι των Δαναΐδων είναι τρύπιο».