Τους ακούω τις νύχτες που προχωρούνε αμίλητοι, ψηλαφιστά μέσα στο σκοτάδι, σέρνουν το βήμα μερικοί κι άλλοι ακουμπούν τους τραχείς τοίχους που υψώθηκαν μέσα στα χρόνια. Δεν ακολουθούν την ίδια διαδρομή, δεν έρχονται κάθε βράδυ. Έχουν κουραστεί πολλοί, άλλοι έχουν απογοητευτεί κι άλλοι τα έχουν ολότελα παρατήσει. Κεριά κρατούν κι άλλων καιρών ευαγγέλια διαβάζουν, φθαρμένα απ’ τον καιρό κι από τα χρόνια, με λόγια μέσα μυστικά και μαγικά, γραμμένα μ’ άλλο υλικό κι όχι μελάνι, αίμα πηχτό, σκούρο, αίμα σκοτωμένο. Μαζεύονται ένα γύρο όλοι από μια άσβεστη φωτιά κι ανασκαλεύουν στάχτες μήπως και σαν τον φοίνικα πεταχτεί το αλλοτινό τους μεγαλείο. Γιατί είχαν μεγαλείο, μεγαλείο ψυχής, το πιο σπάνιο είδος.
Διακόσια ολόκληρα χρόνια πίσω, σε έναν τόπο τόσο δα μικρό υψώθηκε μια φλόγα τόσο μεγάλη που κατέκαψε τα πάντα. Γράφτηκαν τόσα πολλά γι’ αυτή την περίοδο, δόθηκαν τόσες και τόσες διαφορετικές ερμηνείες, φαλκιδεύτηκαν τόσες αλήθειες, χαλκεύτηκαν τόσες κατηγόριες, ρούχο στα χέρια μερικών η Ιστορία για να ραφτεί κατά πως τους ταιριάζει. Άλλα να κρύψει κι άλλα να δείξει.
Μα στέκουνε τα γεγονότα, ορόσημα σε δρόμους χρόνια απάτητους, ξεχασμένους και μαρτυρούν ότι κάποτε εδώ υπήρξε κάτι, κάτι που τα χρόνια που περάσανε το κακομεταχειριστήκανε. Τι έγινε εκείνη η φλόγα; Τι έγιναν όλες εκείνες οι ζωές που χάθηκαν μαζί της για να μπορούμε τώρα λεύτεροι να συλλογιόμαστε και ν’ αντικρύζουμε τον ήλιο. Ποιος ήταν αυτός που έκλεψε την δύναμή της και θέλησε να την φυλακίσει; Μα φυλακίζεται η φλόγα; Ή την σβήνεις ή σε καίει.
Πού πήγαν όλοι εκείνη που την έθρεψαν με τα κορμιά και την φούντωσαν με τις ψυχές τους; Ποια μοίρα τους περίμενε μετά την εθνεγερσία; Σπουδαίοι άνθρωποι, με ύψος δυσθεώρητο, φάροι μέσα στην τρικυμία των καιρών, στραγγισμένοι και πεταμένοι μετά, φτωχοί, πάμφτωχοι, επαίτες, ξεχασμένοι.
Δεν είναι αυτή η Ελλάδα μας, δεν πρέπει να είναι αυτή. Δεν πρέπει να τρώει τα παιδιά της, να τα φροντίζει και να τα αγαπά πρέπει, να μη στοιχειώνουν στα χαλάσματα κι αναζητούν λίγη από την παλιά τους ζεστασιά, φαντάσματα από καιρούς αλλοτινούς σκληρούς κι ηρωικούς. Να μη κατεβαίνουν ζητιανεύοντας λίγη από την σκέψη και την προσοχή μας, να μη μένουνε στην λήθη. Πεθαίνει αυτό που δεν θυμόμαστε. Κι εμείς δεν τους θυμόμαστε. Λίγες στιγμές μόνο από τη ζήση τους κρατάμε, λίγες. Και μετά σκοτάδι…
Κι ένας γκρεμός μεγάλος, κι η Δόξα περπατώντας στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, κι ο Κολοκοτρώνης πλάι με τον Μαυροκορδάτο, κι ο Μπότσαρης με τον Καραϊσκάκη και τον Ανδρούτσο, κι ο Νικηταράς πανώριος γέρος κι όμορφος όχι τυφλός, κι η Μαντώ όμορφη αρχόντισσα ως και τα γηρατειά της και τόσοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι, άνθρωποι μεγάλοι, γι’ αυτό μεγαλουργούν οι λαοί, γιατί αναθρέφονται τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά τους, γι’ αυτό αντιφεγγίζουνε τα πέρατα του ορίζοντα, είτε από την δάδα του Κανάρη είτε από τον πυρσό του Σολωμού.
Δεν θέλει φτιασίδια η Ελλάδα μας, ποτέ δεν τα ήθελε. Δεν θέλει ψεύτικα στολίδια. Άλλοι την στολίζανε κατά πως τους βόλευε. Δεν έπρεπε. Αλλάζει ο κόσμος γύρω, αλλάζει βίαια. Είναι μεγάλη η Ελλάδα μας μα δεν είναι το κέντρο του κόσμου, είναι όμορφη η Ελλάδα μας μα δεν είναι η μόνη. Αυτό πρέπει να καταλάβουμε να το βάλουμε βαθιά στο μυαλό μας, να σηκωθούμε ακόμα πιο ψηλά, εκεί που ο άνθρωπος στέκει μόνος χωρίς τα δεσμά του, εκεί που κυβερνά η ελευθερία και η ισότητα, εκεί που ο άνθρωπος τον άνθρωπο αγαπάει.
Εμείς που μπορεί μεν να μην επιλέξαμε να γεννηθούμε εδώ αλλά είμαστε τυχεροί, πιστεύω, που γεννηθήκαμε σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο, σ’ αυτό τον τόπο που προσπαθεί και προκόβει, που δεν το βάζει κάτω, σ’ αυτόν τόπο που πριν διακόσια χρόνια ξεκίνησε την δική του αναγέννηση, ας πορευτούμε όλοι ενωμένοι και ας μας φωτίσουν τον δρόμο για το μέλλον οι σπίθες που άναψαν την πυρά του παρελθόντος.
Τώρα που σώπασαν οι ήχοι των παιάνων κι έσβησαν οι λαμπάδες και τα βεγγαλικά των εορτασμών και πριν αρχίσει πάλι η γκρίνια η προαιώνια, χωρίς φανφάρες, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ας κλίνουμε σεμνά κι ευλαβικά το γόνυ σ’ όλους αυτούς που πάλεψαν τότε για να ζούμε εμείς το τώρα, που έδωσαν την δική τους ζωή για να έχουμε εμείς την δική μας.
Να ξεκουραστούνε, να μην παίρνουνε νύχτα τους δρόμους αναζητώντας στασίδι στο συλλείτουργο της μνήμης, ν’ αναπαυθούνε πια γνωρίζοντας πως η Ελλάδα, ελεύθερη χάρη σ’ αυτούς, τιμά όλους της τους ήρωες, αγκαλιάζει όλα της τα παιδιά και γεμάτη ευγνωμοσύνη συγκεντρώνει όλα τα συναισθήματα που χρόνια φύλαγε στον κόρφο, μαζεύει όλες τις λέξεις που θα ήθελε να πει σε μία και τους απευθύνει ένα ταπεινό μα ειλικρινές «Χαίρε».