Έτσι καθώς το καλοκαίρι χτενίζει τα μαλλιά του, αφήνοντας ξοπίσω του αγουροξυπνημένα αστέρια να λαγοκοιμούνται ακόμα πάνω σε σύννεφα που στεφανώνουν γιαλούς και κορφοβούνια, έτσι κι εγώ πιάνομαι από την σκόνη τους που πέφτει κι αφήνομαι να αιωρούμαι κάτω από φεγγάρια που πασχίζουν να ξαναγεμίσουν, πάνω σε νότες που ξέχασαν να ταξιδεύουν, ανάμεσα σε χέρια που ξέχασαν να ακουμπούν. Κρυφακούω τους σπόρους που μεγαλώνουν κάτω από το χώμα, νιώθω την λαχτάρα τους να ξαναγίνουν λουλούδια, να σκορπίσουν μυρωδιές και χρώματα σε κήπους που ερήμωσαν απάτητοι, σε δρόμους που λαχτάρησαν βουητό ζωής.
Ντύνομαι τις φθαρμένες σιωπές μου και προχωρώ κάτω από παράθυρα μισάνοιχτα που ακούγεται από μέσα η βαριά ανάσα των σπιτιών που ονειρεύονται, κάτω από κλαίουσες ιτιές και κυπαρίσσια ξενυχτισμένα από το σημάδεμα των πανσελήνων. Χώμα στα πόδια μου, σκόνη αιώνων ζωντανή, απομεινάρι μεγαλείου αλλοτινού, λάσπη από ακρολιμνιές που νοστάλγησα.
Είναι τόσο όμορφες οι λίμνες τα μεσάνυχτα, τότε που το στιλπνό μαύρο τους νερό γίνεται καθρέφτης των αστερισμών που κυνηγιούνται στους ορίζοντες, τότε που οι μικρές νεράιδες βγαίνουνε δειλά από τους κρυψώνες τους και παίζουν οι μικροί μονόκεροι μαζί τους. Είναι τόσο γαλήνιες οι λίμνες την ώρα που αντιφεγγίζει το άστρο του πρωινού, τότε που η γαλήνη βαραίνει τα ωριμασμένα στάχυα. Είναι τόσο ήσυχες οι λίμνες μα οι πιο πολλοί υπνωτισμένοι ακολουθούν την περιπέτεια που τους υπόσχεται της θάλασσας η αντάρα.
Διάφανος πια γλιστράω ανάμεσα σε σκιές και χρόνους παρελθοντικούς, ανάμεσα σε μνήμες και σε προσδοκίες, θέλω να ξανανιώσω την αίσθηση την γλυκιά της γιορτής, αυτής που είσαι κοντά με ανθρώπους αγαπημένους, που γεύεσαι συντροφιά, που αφήνεσαι στης μουσικής το μούδιασμα, που αφήνεις χαμόγελα σαν πεταλούδες να πετούν τριγύρω. Να κλείσω όσες αβεβαιότητες μας ταλάνιζαν σε μικρά γυαλιστερά κουτάκια, να τα αραδιάσω σε ράφια υπομονής και προσμονής για να τα βρει η λήθη.
Να πάρω τις ευχές και να τις αφήσω σαν τις πυγολαμπίδες να φωτίζουνε την νύχτα θάμνους, αυλές και διαδρομές παλιές σαν να είναι καινούργιες. Να αντικαθρεφτίζεται στις ίριδες και στις διασταλμένες κόρες η φεγγοβολή τους. Να γίνονται πιο σίγουρα τα βήματα, ένα – ένα, να ιδρώνουν τα κορμιά κι οι ψυχές ν’ αναγαλλιάζουν.
Να γείρω κάτω από έναστρους ουρανούς με τα όνειρά μου μόνο για πανωσκέπασμα και να με ξυπνήσουν τα τιτιβίσματα από τους λόγγους.
Να ακολουθώ απ’ το ξημέρωμα το άρμα του Φαέθωνα πιασμένος από τις ουρές ξεχασμένων ουράνιων τόξων, καβάλα σε χιλιόχρονους κομήτες, να βλέπω το γαλάζιο πέπλο της μέρας να πλαταγίζει πάνω από λιβάδια, πάνω από κοιλάδες, πάνω από πόλεις ράθυμες που ξυπνάνε τρομαγμένες από τους εφιάλτες τους.
Φλούδες από φρούτα ώριμα να σκορπίζουνε μοσχοβολιές τα απομεσήμερα, ηλιοτρόπια να κυνηγούν οι μέρες μας τον ήλιο. Σταφύλια πατημένα στους ληνούς και μούστος φρέσκος θολός ακόμα. Το κόκκινο του καρπουζιού να παίζει με τον ήλιο. Νερό να ακούγεται, γάργαρο, καθάριο να κυλά, να σκορπά ζωντάνια.
Να έρχεται απόγευμα κι οι αυλές να υψώνουν ικεσίες για δροσιά. Εκρήξεις από χρώματα στις γλάστρες, φρεσκοποτισμένοι βασιλικοί στα παρτέρια, σμάρια από μέλισσες παντού, και παιδικές φωνές στις παραλίες να μπλέκουν με τα τραγούδια των Νηρηίδων για τα αφροστεφανωμένα κύματα στις ακρογιαλιές κι αντίλαλους από τις αμμοθίνες της Λήμνου.
Καλοκαίρι. Και σαν γιορτή να ακούγεται από μακριά η Ελπίδα, σαν βήματα από χορούς κυκλωτικούς στα δάση και στα ξέφωτα που ολοένα θα δυναμώνουν. Καλοκαίρι με τα μυστικά στου κλήδονα και τις φωτιές του Αι Γιάννη. Καλοκαίρι στο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο, στους τρούλους των λευκών εκκλησιών, στα γιοφύρια που ακουμπάνε τα φαράγγια, στα κλαδιά της εκατόχρονης βαλανιδιάς που ψιθυρίζει ερωτόλογα στις κίσσες, στα ρυθμικά ραμφίσματα των πελαργών. Καλοκαίρι κι αρχίζει η ζωή να επιστρέφει.
Μέσα από τους φόβους μας, μέσα από τις προσμονές μας, μέσα από τις απογοητεύσεις μας, η ζωή επιστρέφει. Κι εμείς δειλά δειλά την συναντούμε. Καλοκαίρι, γλυκό του κουταλιού η ζωή μας και δροσερό νερό κάτω από της μουριάς τον ίσκιο.