Τι είναι η ελπίδα; Είναι το αντίδοτο για την ανθρώπινη δυστυχία; Είναι απλά ένα συναίσθημα; Ένα θετικό συναίσθημα που βοηθάει στο να βιώνουμε την ευτυχία;
Αντίθετο της ελπίδας είναι ο φόβος, αντίθετο της ελπίδας είναι η απόγνωση, αντίθετο της ελπίδας είναι η απελπισία. Ελπίδα δεν είναι μόνο αυτό που απόμεινε στο κουτί της Πανδώρας σαν αποζημίωση για όλα τα κακά που απέδρασαν, ελπίδα είναι η προσμονή στο βλέμμα, αυτό το ξαφνικό χτυποκάρδι, το τρέμουλο στα γόνατα, όλα αυτά που ένα χρόνο τώρα μας τα έχουν κλεμμένα.
Μα μπορεί να ξεχαστεί η ελπίδα; Όχι. Όπου υπάρχει φόβος υπάρχει και το αντίβαρό του, όπου υπάρχει το σκοτάδι της απελπισίας υπάρχει και η σπίθα της ελπίδας, είναι στη φύση μας, είναι ο τρόπος να αντέχουμε και να προχωρούμε. Χωρίς ελπίδα τί θα ήταν η κάθε μας πράξη; Η ελπίδα είναι η κινητήριος δύναμη για κάθε πράξη. Είναι η ικανότητα μας να γεννάμε εικόνες, να συνθέτουμε και να ανασυνθέτουμε καινούριους κόσμους, χωρίς την ικανότητα να ελπίζουμε θα μας κυβερνούσε η κατάθλιψη.
Ακόμα και τώρα μέσα στον ζόφο που από παντού μας κυκλώνει δεν σταματήσαμε να ελπίζουμε, τι κι αν μας λοιδορούν οι πραγματιστές, εμείς συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο κι ας μην είναι όπως μας το παρουσιάζει η ουτοπία. Ένα αύριο που θα αποτινάξει τα μαύρα πένθιμα κρέπια που σκέπασαν την ζωή μας. Ένα αύριο που θα ξαναφέρει την ζωντάνια στο βλέμμα. Ένα αύριο που θα γεμίσει τα κενά που άφησαν τα απαγορευμένα αγγίγματα, οι ξεχασμένες αγκαλιές, τα φιλιά που ορφάνεψαν. Ένα αύριο χωρίς μάσκες μόνο με μεγάλα φωτεινά χαμόγελα.
Μα πώς θα την γνωρίσουμε την ελπίδα; Πέρα από το τρέμουλο της γλυκιάς προσμονής πρέπει πρώτα να πιστέψουμε ότι κάτι επιτέλους συμβαίνει κι αυτή η πίστη να γίνει βεβαιότητα, φλόγα και να μεταλαμπαδευτεί στους άλλους. Πρέπει να μάθουμε να ελπίζουμε σωστά. Δεν είναι μόνο αισιοδοξία η ελπίδα, δεν είναι μόνο έργο ευχής, δεν είναι από μηχανής θεός. Δεν είναι όλα τα θέλω μας κατορθωτά, θέλει μέτρο η ελπίδα. Όταν τα καταλάβουμε όλα αυτά τότε θα είμαστε ικανοί να την γνωρίσουμε την ελπίδα.
Από τους ήχους που τώρα πια θα ηχούν μελωδικά, από το χρώμα που θα αγκαλιάζει το σύμπαν, από τα πρωινά και τις ατίθασες ηλιαχτίδες τους, από τους ασημένιους κόμπους που θα στραφταλίζουνε στους νυχτερινούς ιδρώτες, από τα αγγίγματα που θα φέρνουν ανατριχίλες, από τα κεφάλια που θα πάψουν να είναι σκυμμένα, από τα παιδιά που θα ξαναγεμίσουν ανεμελιά, από τα βλέμματα που θα καθαρίσουν από την σκοτεινιά, από τις καρδιές που θα συντονίζονται πια σε άλλους ρυθμούς, τόσο παλιούς που θα μοιάζουν σαν νέοι.
Μα πρόλαβε ένας χρόνος να μας κάνει τόσο κακό; Πρόλαβε κι έκλεψε όλες τις σελίδες από τα ημερολόγια. Πώς να γεμίσει το κενό, αυτή η μαύρη τρύπα που ακόμα μας απειλεί; Δεν σταμάτησε ο κόσμος να γυρίζει, δεν σταμάτησε ο καθημερινός αγώνας, μα είναι τέτοιος ο τρόμος που επικράτησε που πια δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα. Προσευχητάρια κι ευχολόγια ξεθάψαμε για ασπίδες μπροστά σε όπλα άγνωστα και ύπουλα, άμαθοι σε τέτοιου είδους μάχες, ψηλαφιστά βαδίζαμε κι ακόμα δεν το συνηθίσαμε το σκοτάδι.
Και τώρα είναι πια ο καιρός να αρχίσουμε δειλά, στην αρχή να ελπίζουμε. Παντού το λένε κι εμείς το ακούμε πολλές φορές για να το πιστέψουμε, κι όμως κάτι άγουρα χαμόγελα φαίνονται να ανθίζουν. Μεγεθυμένα μερικές φορές, αλλοιωμένα κάποιες άλλες, χαμόγελα όμως, από αυτά που θυμόμαστε τα σπάνια.
Αντανακλάται το φως που μπαίνει από τα παράθυρα, χιλιάδες μικρά αστεράκια διαχέονται μέσα στο δωμάτιο και μας τυφλώνουν. Το χρώμα της ελπίδας είναι το χρώμα του ατσαλιού, είναι το χρώμα της βελόνας στα χέρια του νοσηλευτικού προσωπικού, είναι το λευκό στις ετικέτες των φιαλιδίων, είναι αυτό το διάφανο υγρό που περιμένουμε να μας δώσει πίσω την ζωή μας.
Ανεβαίνουν οι παλμοί της καρδιάς σε αυτές τις σκέψεις, γρηγορεύει η ανάσα μας πίσω από τις μάσκες, ενώνουμε τα βήματά μας με των άλλων, να την υποδεχτούμε την ελπίδα κατά ως της πρέπει.
… Βγαίνω να περπατήσω ξυπόλητος, να αφουγκραστώ με τα γυμνά μου πέλματα τον οργασμό της φύσης, τους σπόρους που ξεκίνησαν τον αγώνα της βλάστησης, να νιώσω την δροσοσταλίδα της εαρινής νύχτας στο δέρμα μου, ν’ ακούσω από μακριά αυτόν τον υπνωτικό παφλασμό των κυμάτων να με καλεί να περπατήσω στην αμμουδιά ανάμεσα στο αντικαθρέφτισμα των αστρικών σωμάτων.
Νύχτα κι ο γαλαξίας χύνεται στην αιωνιότητα, θρήνοι υψώνονται μαζί με του καπνού τις στήλες, σειρήνες και μεγάφωνα, ερινύες ερωτοτροπούν με δαίμονες, από μακριά ο αχός των ασπίδων του Άρη, η κλαγγή των όπλων, το κλάμα των μικρών παιδιών, οι μάνες με το άδειο βλέμμα τους, κι ένας καινούριος ουρανός να φέγγει από τον τρόμο, ρουκέτες φωνάζουν μερικοί, πυρκαγιά απαντούν οι άλλοι, κι ένας αέρας να φυσά μανιασμένα χωρίς να ξεχωρίζει γη, χωρίς να σταματά σε σύνορα, μόνο να παρασέρνει στο διάβα του τα πάντα.
Αυτό το χρώμα του ατσαλιού της ελπίδας πόσο απόκοσμο φαντάζει πάλι… πόσο γεμάτες οι νύχτες με τροχιοδεικτικά… πόσες ανάσες κρεμασμένες σε δυο υπογραφές…
Να βγούμε από τον εφιάλτη, να μείνουνε μετέωρες οι ρουκέτες μόνο για να φωτίζουν αυτούς τους δρόμους τους άφατους που ψάχνουν οι ψυχές μας.
Νιώθω ένα τρέμουλο στα ακροδάχτυλα, έτοιμος είμαι για νέες χειραψίες, να είναι άραγε αυτές που θα γλυκάνουν και το τρέμουλο της ψυχής μας, αυτές που θα σηματοδοτήσουν την επιστροφή μας σε αυτά που θυμόμαστε κι ας είμαστε σίγουροι πως όλα αλλιώτικα θα είναι, να ελπίζουμε μόνο μπορούμε.
Κι αυτό είναι η ελπίδα, το ατσάλι που μας κρατά να μη λυγίσουμε.
Δεν πρέπει όμως να μείνει η ελπίδα στην πεποίθηση πως όλα θα πάνε καλά από μόνα τους στο μέλλον. Τότε δεν είναι ελπίδα, είναι φαντασίωση.
Όσο όμως εμείς παραμένουμε άπραγοι, απλοί θεατές, απέναντι στα γεγονότα που καλπάζουν, οχυρωμένοι στα λίγα μέτρα του προσωπικού μας συμφέροντος, όσο εθελοτυφλούμε απέναντι σε συμπεριφορές παραβατικές, όσο δείχνουμε ανοχή σε όλα αυτά που μπορεί να εκληφθεί σαν σιωπηλή συναίνεση, πρέπει να καταλάβουμε ότι το καλύτερο μέλλον θα αποτελεί ουτοπία και δεν θα έλθει από μόνο του.
Η ελπίδα είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και καθόλου αφελές. Δεν είναι κάτι που συναντάμε καθημερινά, υπάρχει μέσα μας, διαφορετική στον καθένα.
Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο πέρα από τον σημερινό ζόφο είναι αυτή που μπορεί να μας διδάξει πως πρέπει να λειτουργούμε όλοι μαζί, σαν κοινωνία, σαν άτομα, να μας διδάξει πως να ξεπερνάμε τα προβλήματα μας, πως να πετυχαίνουμε τον στόχο.
Να οχυρωθούμε με το ατσαλένιο της χρώμα, να ενδυθούμε τον μαγικό της χιτώνα, να περπατήσουμε στους δρόμους που μας ανοίγει…
Ξημερώνει…, μέσα από τα τσιμέντα των ακάλυπτων ακούγονται τιτιβίσματα και κότσυφες που κελαηδούν, βγαίνω στο μπαλκόνι για να απολαύσω στο μισοσκόταδο το άρωμα της νεραντζιάς που ποτίζει τα όνειρα μου, ανατριχιάζω από την δροσιά, έρχεται στο μυαλό μου η φράση του Αριστοτέλη : «η ελπίδα είναι το όνειρο του ξύπνιου».