Προσαρμοστήκαμε; Μάλλον. Κλειστήκαμε ωραιότατα στα καβούκια μας, ορίσαμε τον ζωτικό μας χώρο κι ό,τι μας ενοχλούσε απλά το αφήσαμε απέξω μη μας χαλάσει τον μικρόκοσμο και το μικρόκλιμα μας. Αραχτοί στον καναπέ μας μάθαμε καινούριες λέξεις, άλλες τις κάναμε καρφίτσες στο πέτο μας κι άλλες τις βάλαμε δίπλα στα διακοσμητικά που συλλέγαμε επιμελώς από ταξίδια μακρινά που τώρα μόνο να λαχταρούμε και να θυμόμαστε μπορούμε.
Δεν είναι μόνο οι θάνατοι που ανακοινώνονται καθημερινά, μάθαμε να τους παρακολουθούμε τρομαγμένοι στην αρχή, απαθείς μετά. Είναι κι άλλο κακό, χειρότερο, είναι που ο ιός και οι μεταλλάξεις του μας στέρησαν την ελπίδα, μας την έκλεψαν, μας άφησαν απροστάτευτους σε μια καθημερινότητα με άλλα πια δεδομένα, που όλο σκοτεινιάζει, που όλο και μικραίνει τους ορίζοντες μας, που όλο και πιο απειλητικά απλώνει τα πλοκάμια της.
Φόβοι παλιοί ξεπήδησαν και τρέχουνε στους δρόμους, εφιάλτες λεύτεροι λυμαίνονται τις μέρες και προφητείες πανάρχαιες, απειλητικές, στα γιορτινά ντυμένες, διαλαλούνε την πραμάτεια τους σε πάγκους στα τρίστρατα της άγνοιας μας. Ρακένδυτη σε μια γωνιά η Πανδώρα κλαίει βουβά πάνω από το ανοιχτό κουτί της. Κι εμείς έχοντας από καιρό αφήσει μόνους στις επάλξεις όσους προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατήσουν μακριά τον εχθρό, χωρίς ικμάδα δύναμης μα με αντοχή τεράστια, ηρωική, εμείς τι κάνουμε;
Προσαρμοζόμαστε; Πώς; Δίνοντας βήμα σε φωνές άσχετες, αποστρέφοντας το βλέμμα από την πραγματικότητα, θολώνοντας ακόμα περισσότερο το τοπίο. Αφήνιασαν οι Σειρήνες και οι Κασσάνδρες στα κάθε λογής παράθυρα. Συμπεριφορές άπρεπες, επικίνδυνες, κακές, φαντάζουν τώρα πια σαν δικαιολογημένες στα μάτια μερικών. Όχι δεν το σκοτώσαμε το φίδι, το πληγώσαμε μόνο, κι αυτό κρύφτηκε καλά και μας ξεγέλασε, μας άφησε να πανηγυρίζουμε και τώρα πια βλέπουμε το αυγό του που εκκολάφθηκε μπροστά μας, αντάρα να χαρεί ο κάθε λύκος, αντάρα.
Δεν μάθαμε, δυό χρόνια τώρα, τίποτα δεν μάθαμε. Άλλα τα κελεύσματα των κυβερνώντων, άλλα των ειδικών, κι άλλα των παραθύρων φυσικών και ηλεκτρονικών. Πώς και δεν παραδοθήκαμε αμαχητί; Προσαρμοζόμαστε. Εξυψώνουμε την αδιαφορία σε προτέρημα, βαφτίζουμε την αγένεια ευθύτητα, την αντίδραση αρετή. Αρπαζόμαστε από ό,τι μας βολεύει και μας εξυπηρετεί χωρίς να ψάχνουμε πολύ τα κίνητρα, τις πηγές, το υπόβαθρο, αρκεί να μας βολεύει. Αρκεί να κάνει πιο υποφερτό το σκοτάδι που ξεχειλίζει, να ενισχύει το γαλαζωπό φως των οθονών που μας κατακλύζουν, να δικαιολογεί το κάθε παραστράτημά μας, να μας χαϊδεύει την συνείδηση, να μας αποκοιμίζει γλυκά, με νέου είδους νανουρίσματα: οι άλλοι φταίνε, πάντα οι άλλοι, οι άλλοι είναι οι διαφορετικοί, εμείς είμαστε ο λαός ο περιούσιος, εμείς και μόνον εμείς.
Εμείς που στέκουμε απαθείς απέναντι στις ειδήσεις και καταναλώνουμε κάθε εικόνα που αριστοτεχνικά μας προβάλλουν, ανίκανοι τις πιο πολλές φορές να αντιδράσουμε, εμείς οι γενιές που πιστεύαμε ότι ασκούσαμε κριτική για να βελτιώσουμε τον κόσμο, εμείς γίναμε οι πιο αδρανείς, αφεθήκαμε έρμαιοι στο σύστημα να μας καταπιεί με τον μέγα φόβο της πανδημίας σαν την Δαμόκλειο σπάθη να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Προσαρμοστήκαμε.
Ξυπνάμε κάθιδροι τις νύχτες κι ακροπατούμε στις άκρες των ονείρων μας. Τα μόνα που έμειναν να μας θυμίζουν ότι υπήρχε κάποτε ζωή αλλιώτικη, ότι υπήρχαν σώματα που αναζητούσαν την αγκαλιά, το άγγιγμα, ότι υπήρχαν πράγματα που αξίζανε διπλά σαν μοιραζόταν. Ακούμε τις μουσικές που παίζουν οι μικρές δρυάδες στα ξέφωτα, αφουγκραζόμαστε τα βήματα από τους κυκλωτικούς χορούς τους, ξεκλέβουμε τα λόγια από τα ξόρκια τους και δένουμε κόμπους τους γρίφους τους.
Έναν έναν τους μετράμε καθώς ξυπόλητοι βαδίζουμε στα λασπωμένα μονοπάτια του παρελθόντος σαν να προσευχόμαστε, σαν να πηγαίνουμε κρυφά σε σύναξη μυστική, σε ξέφωτα παλιά, ξεχασμένα από χρόνους, από θεούς κι ανθρώπους, γεμάτοι αγωνία να συναντήσουμε γνωστούς παλιούς κι αγαπημένους και φίλους και τους εαυτούς μας όπως ήταν, όπως θυμόμαστε πως ήταν, όπως νομίζουμε πως ήταν.
Και ιερουργούμε ντυμένοι με φεγγαραχτίδες γιατί η σκοτεινιά μας δυσκολεύει την αναπνοή σαν τον βραχνά, σαν το νεκροπούλι που προμηνά τον θάνατο, σαν την απόκοσμη υγρασία που τόσο αγαπούσε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Δρόμοι νυχτερινοί οι δρόμοι μας, τρομακτικοί κι άλλες φορές γαλήνιοι, σκιές να μας ακολουθούν και δέντρα με μπερδεμένα τα κλαδιά να μας εμποδίζουν. Ξυπόλητοι για να περάσει ο παλμός της μάνας γης στο σώμα μας, στο αίμα μας, στην καρδιά μας, να ξυπνήσει η μνήμη μας.
Είναι φορές που μας μπερδεύει το αντικαθρέφτισμά μας καθώς μας βρίσκει το ξημέρωμα μονάχους στην ακρολιμνιά, να λέμε μυστικά στα αποδημητικά πουλιά και στ’ αστέρια που τσαλαβουτούνε στις όχθες. Άλλου κόσμου εικόνες, κόσμου ξεχασμένου.
Κόμποι ιδρώτα στραφταλίζουνε στο μέτωπο, ενδείξεις φωτεινές στα ξυπνητήρια και βόμβοι ηλεκτρικοί από τον ακάλυπτο σαν το μελίσσι. Φεύγουν τα όνειρα, ανεβαίνουν στα σύννεφα, κυνηγιούνται πάνω από σκεπές, από ταράτσες, πιάνονται από τις κεραίες κι από τα καλώδια, μονομαχούν με τις ανεμογεννήτριες σαν τον Δον Κιχώτη.
Σαν τράνταγμα μας βρίσκει το ξύπνημα, έτσι καθώς το σώμα μας το ονειρικό επιστρέφει στην υλική του υπόσταση, έτσι όπως αναλογιζόμαστε τις δουλειές που μας περιμένουν. Βάζουμε τον καφέ για να μυρίσουμε το άρωμά του, να γίνει πιο ομαλή η επιστροφή μας στην πραγματικότητα που μας περιμένει με φωνές κι αντιδικίες στις πρωινές εκπομπές, με ειδήσεις που μας φοβίζουν και μας απειλούν, με φωτογραφίες πειραγμένες στις ενημερωτικές σελίδες, με φωτογραφίες ενός άλλου κόσμου, πιο όμορφου αλλά φτιαχτού, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με βουή που ανεβαίνει απειλητική από τις λεωφόρους.
Σαν εισιτήριο παλιό τσαλακωμένο μέσα στην τσέπη σφίγγουμε ό,τι ακόμα θυμόμαστε από τις βραδινές μας περιπλανήσεις έτσι όπως αμίλητοι κατεβαίνουμε τις σκάλες, περιμένουμε στις στάσεις, οδηγούμε με το βλέμμα μας να παίζει με τους υαλοκαθαριστήρες.
Ακόμα και τα χαμόγελα μας πάλιωσαν, τυποποιημένα, συμβατικά. Προσαρμοστήκαμε σε μια επιβεβλημένη ομοιομορφία, σε μια επιβεβλημένη υπακοή, σε έναν νέο κόσμο. Ούτε που καταλάβαμε πότε, ούτε που καταλάβαμε πώς. Μας έβγαλε πολλά κακά αυτή η αλλαγή, κακά προαιώνια, αισθήματα φτηνά, ξεπήδησαν από μέσα μας και χορεύουνε ανεξέλεγκτα τριγύρω μας. Αλλά εμείς… Προσαρμοστήκαμε.
Κι αφήσαμε άλλους να θέλουνε ν’ αλλάξουνε τον κόσμο, άλλους να φωνασκούν και να χειρονομούν χαμένοι μέσα στη γραφικότητά τους, εμείς ασφαλείς μέσα στα όρια μας γυρνάμε βιαστικά στην βάση μας, στον δικό μας κόσμο. Προσαρμοστήκαμε.
Ευχές, κεράκια αναμμένα στα παράθυρα, ευχές καντήλια που τρεμοπαίζουνε στους τάφους, μακάρι να γίνει κάτι και να μας βγάλει από την βολή μας, τώρα που η επιστήμη ξιφουλκεί απέναντι στον εχθρό που συνεχίζει να αλλάζει, τώρα που πάλι οι ελπίδες μας αναπτερώνονται. Μακάρι.