Ομιλία του Γιάννη Κωνσταντινίδη, στην εκδήλωση του Ινστιτούτου του Ποταμιού π² “Το Θερμό Καλοκαίρι του Ερντογάν”
Τουρκία. «Μια κοινωνία διαιρεμένη», είναι το γνωστό κλισέ που συνοψίζει πάντα τις αναφορές μας στην πολιτική κουλτούρα, αλλά εξ αυτού και τον πολιτικό προσανατολισμό, των κατοίκων της γειτονικής χώρας. Η βαθιά Ανατολή, από τη μία. Η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, από την άλλη. Οι αμόρφωτοι και θρησκόληπτοι ισλαμιστές, από τη μία. Οι νέοι φοιτητές και επιχειρηματίες, οι σπουδαγμένοι και δυτικότροποι, από την άλλη. Το κλισέ ενισχύεται τα τελευταία χρόνια από την προσθήκη στη συζήτηση για την τουρκική κοινωνία της διαίρεσης μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων του Ερντογάν, της φυσιογνωμίας που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας την τελευταία δεκαπενταετία. Είναι πράγματι έτσι; Και, αν είναι,πώς αντικατοπτρίζεται η διαίρεση στις θέσεις της τουρκικής κοινωνίας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Είναι αλήθεια ότι η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν έχει ευνοήσει καταλυτικά την παγίωση των πολιτισμικών διαιρέσεων, καθώς έχει διευκολύνει την αποτύπωση των διαφορετικών πεποιθήσεων στην αποδοχή ή την απόρριψη ενός χαρακτήρα. Η ικανοποίηση από την πορεία της οικονομίας ή τη διακυβέρνηση Ερντογάν είναι υψηλή για τους θρησκευόμενους και μη μορφωμένους κατοίκους αγροτικών περιοχών και χαμηλή για τους μη θρησκευόμενους και μορφωμένους κατοίκους των πόλεων, και κυρίως τις γυναίκες. Η θρησκευτικότητα ερμηνεύει διαφορές και στα επίπεδα εμπιστοσύνης της τουρκικής κοινωνίας προς τους θεσμούς, καθώς όσοι εκκλησιάζονται πολύ συχνά διατηρούν πολύ θετικές γνώμες για όλους τους θεσμούς – και κυρίως τον Στρατό και την Αστυνομία, για τους οποίους του ποσοστό φτάνει το 80% – ενώ όσοι δεν εκκλησιάζονται ποτέ ή σχεδόν ποτέ εμφανίζουν πολύ χαμηλό ποσοστό θετικών γνωμών για τους θεσμούς της χώρας –χαμηλότερα και από το 25%. Και οι δύο ομάδες τείνουν να αποδεχθούν τον βαρύνοντα ρόλο του Ισλάμ στην πολιτική ζωή της χώρας – ιδιαίτερα στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία – με την κάθε ομάδα να έχει βεβαίως διαφορετική άποψη για το αν ο ρόλος αυτός είναι θετικός ή αρνητικός.
Ποια είναι η αντανάκλαση αυτής της διαίρεσης στις τοποθετήσεις της τουρκικής κοινωνίαςγια τις σχέσεις της χώρας τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ευθεία, σε σημαντικό βαθμό. Η κοινωνικό-οικονομικά σε υστέρηση πλευρά εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά αρνητικής γνώμης για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, της τάξης του 90% πλέον, ενώ από την άλλη η κοινωνικό-οικονομικά προηγμένη πλευρά εμφανίζεται διχασμένη ως προς την εκτίμησή της για τη Δύση. Υπογραμμίζεται μια απότομη πτώση στα ποσοστά θετικών γνωμών για τη Δύση των μη θρησκευόμενων και μορφωμένων στρωμάτων μετά το 2004 και την έναρξη των (ατέρμονων και τελικά άγονων) διαπραγματεύσεων ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ερμηνεία πίσω από την απροθυμία των «προηγμένων» να στηρίξουν τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στο γεγονός ότι για την τεταμένη σχέση των τελευταίων ετών η ευθύνη δεν αποδίδεται στον Ερντογάν, αλλά τουλάχιστον μοιράζεται μεταξύ Ερντογάν και Δύσης. Η συμφωνία Τουρκίας-Ευρώπης για το προσφυγικό κρίνεται ως κακή για την Τουρκία από τους περισσότερους Τούρκους αυτής της κατηγορίας, ενώ παραλλήλως η πλειονότητά τους δηλώνει ότι η Ευρώπη δεν τήρησε όλους τους όρους της συμφωνίας αυτής.
Η επιφυλακτικότητα της τουρκικής κοινωνίας έναντι της Δύσης έχει εντάξει στη συζήτηση την προοπτική ενίσχυσης των σχέσεων Τουρκίας-Ρωσίας. Τρεις στους πέντε Τούρκους δηλώνουν ότι θα ήθελαν η Τουρκία να χτίσει μια καλή σχέση με τη Ρωσία, ενώ τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τη Ρωσία είναι δέκα φορές υψηλότερα σε σύγκριση με εκείνων που κατά δήλωσή τους εμπιστεύονται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η φιλορωσική ρητορική Ερντογάν δείχνει και εδώ να έχει σημαντική επίδραση στις τοποθετήσεις του ακροατηρίου, δεδομένου ότι τα ποσοστά εμπιστοσύνης για τη Ρωσία είναι σημαντικά υψηλότερα στο δικό του εκλογικό κοινό. Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι δεν εντοπίζονται δημογραφικού τύπου διαφορές ως προς αυτή τη σύγκριση εμπιστοσύνης, ένδειξη της καθολικότητας της ρήξης που φαίνεται να έχει επέλθει στις σχέσεις της τουρκικής κοινωνίας με τη Δύση ως αποτέλεσμα τόσο της φιλο-ισραηλινής πολιτικής Τραμπ, όσο και της έκδηλης απροθυμίας των Ευρωπαίων να προσεγγίσουν την Τουρκία, ενδίδοντας στα ισλαμοφοβικά ένστικτα των συντηρητικών στρωμάτων των εθνικών ακροατηρίων τους. Η ανοχή σε αυτά τα στρώματα εκ μέρους των δυτικών κυβερνήσεων κρίνεται αρνητικά ακόμα και από τα προηγμένα στρώματα Τούρκων και τελικά μορφοποιεί την κυρίαρχη αρνητική στάση της τουρκικής κοινωνίας έναντι της Δύσης σήμερα.
Η διαίρεση αποτυπώνεται και στην εικόνα των δύο κομματιών της τουρκικής κοινωνίας για την Ελλάδα. Για την «προηγμένη Τουρκία», η Ελλάδα είναι μια χώρα με υψηλή πολιτισμική ανάπτυξη και εδραιωμένους πολιτικούς θεσμούς, ενώ για την «παρωχημένη Τουρκία», η Ελλάδα είναι μια αδύναμη οικονομικά και στρατιωτικά χώρα. Διαφορές παρατηρούνται και στην προτεινόμενη οδό αντιμετώπισης των διαφωνιών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, με τους πρώτους να προτάσσουν περισσότερο θεσμοποιημένες οδούς, όπως το πλαίσιο κοινής συμμετοχής των δύο χωρών σε διεθνείς οργανισμούς, και τους δεύτερους να επιλέγουν πιο συχνά τη λύση των απευθείας συνομιλιών, στις οποίες είναι προφανώς ευκολότερη η χρήση του «δικαίου του ισχυρού» ως μηχανισμού επίλυσης. Τέλος, ενδιαφέρουσα ειναι η διαφορά στις τοποθετήσεις των δύο τμημάτων της τουρκικής κοινής γνώμης ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προχωρήσουν οι γεωτρήσεις στο Αιγαίο. Η άποψη ότι τα κοιτάσματα πρέπει να αξιοποιηθούν από κοινού με την Ελλάδα υπερέχει ελαφρώς στο σύνολο της τουρκικής κοινωνίας (55%) έναντι της άποψης ότι η Τουρκία θα πρέπει να αξιοποιήσει μόνη της τα κοιτάσματα που της ανήκουν (41%). Ωστόσο, η υπεροχή της άποψης περί συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων είναι πολύ μεγαλύτερη μεταξύ των πλέον μορφωμένων στρωμάτων, ενώ η κατανομή είναι συμμετρική μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων αγροτικών στρωμάτων.
Η τουρκική κοινή γνώμη λοιπόν δεν είναι ενιαία, ούτε και ως προς τις στάσεις της έναντι των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν είναι επίσης και καθολικά ή μονοκόμματα αρνητική απέναντι στους Έλληνες και στην Ελλάδα, κάτι που θα πρέπει να υπογραμμίζουμε αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το εύκολο επιχείρημα πως «για τη δύσκολη μοίρα της Ελλάδας φταίει ο εγγενής τουρκικός φονταμενταλισμός». Όμως, πέραν αυτού, αποτελεί αυτός ο δυισμός της τουρκικής κοινωνίας μια μοναδικότητα; Δεν υπάρχει κοινωνικά παρωχημένη και προηγμένη Ελλάδα για παράδειγμα; Παράλληλες έρευνες κοινής γνώμης στην Ελλάδα αποκαλύπτουν ότι, παρότι ο φιλοαμερικανισμός και ο φιλο-ευρωπαϊσμός είναι πολύ ισχυρότεροι από ός στην Τουρκία, παρότι οι εθνικιστικής βάσης διεκδικήσεις σε βάρος γειτονικών χωρών είναι πολύ πιο αδύναμες, υπάρχουν τμήματα του ελληνικού πληθυσμού που εμφανίζουν ενδείξεις φιλορωσισμού ή επιθετικού εθνικισμού. Οι ίδιες έρευνες δείχνουν επίσης ότι παρότι μόνο το 36% της ελληνικής κοινής γνώμης υποστηρίζει την προοπτική συνεκμετάλλευσης θαλάσσιων κοιτασμάτων – με το 61% να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση – στα πλέον μορφωμένα και αστικά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού η κατανομή των απαντήσεων είναι συμμετρικότερη.
Η κατανόηση της τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας φεύγει σίγουρα πέρα από την ιδιοσυγκρασία του τωρινού ηγέτη της Τουρκίας και περνά σίγουρα μέσα από τη μελέτη της κυρίαρχης πολιτκής κουλτούρας, δηλαδή των συναισθημάτων, των πεποιθήσεων και των στερεοτύπων της τουρκικής κοινωνίας. Όμως ακόμα και εντός του ερμηνευτικού πλαισίου αυτού, η Τουρκία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλουστευτικά ως ενιαίος δρώντας. Ο δυισμός της τουρικής κοινωνίας είναι καθαρός και βαθύς, γιατί είναι κοινωνικό-πολιτισμικά αυτό-αναπαραγόμενος, αλλά και τεχνητά υποκινούμενος από πολιτκές ηγεσίες. Όπως είναι ακριβώς και ο αντίστοιχος ελληνικός. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κανονικότητα και όχι απλώς να αξιολογείται ως ανυπέρβλητη ιδιαιτερότητα ή ως τεκμήριο υστέρησης της τουρκικής κοινωνίας.
- Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας