Με πονάει η μνήμη μου σήμερα. Ένας πόνος ύπουλος που φιδοσέρνεται στους διαδρόμους της ύπαρξης. Τρυπώνει από ξεχασμένες εικόνες από καλοκαίρια άλλα, καλοκαίρια ξένοιαστα γεμάτα γέλια κι αφροστεφανωμένες ακρογιαλιές. Πόσο καιρό αλήθεια έχει να χτυπήσει η ξενοιασιά την πόρτα μας; Ανατρέχω σε ημερολόγια παλιά, σε σελίδες φθαρμένες από το γράψε σβήσε, δεν βρίσκω τίποτα, δεν θυμάμαι. Ένας μόνιμος λεκές σε κάθε σελίδα, φράσεις που διαλέξανε το ξεθώριασμα, χαρτιά που παραδόθηκαν στην πολυκαιρία.
Γέρνω έξω από το παράθυρο, θολώνει η ματιά μου από το χνώτο μου, καλοκαίρι και θαμπώνουν τα γυαλιά μου όπως τον χειμώνα, φταίει η μάσκα. Όχι η μάσκα που φοράμε για χαμόγελο, τώρα πια δεν έχει χρησιμότητα, η άλλη η μάσκα, η μιάς χρήσης, η χειρουργική. Ζωή ασπρόμαυρη και αποστειρωμένη. Στις πλατείες η νιότη αντιστέκεται, νομίζει πως αντιστέκεται. Στα σπίτια τα παράθυρα κλειστά. Απομεσήμερο Σαββάτου και ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι από τις μηχανές που ανεβαίνουν το ανηφοράκι και ο βόμβος από τα κλιματιστικά στα μπαλκόνια. Κλειστά παραθυρόφυλλα. Ζωή σκιερή και κλιματιζόμενη.
Οι δρόμοι σιγά σιγά ξαναγεμίζουν, οι άνθρωποι σιγά σιγά ξαναγυρίζουν στις δουλειές τους, σέρνουν τις σκιές τους βαριές, γεμίζουν τα κενά στις αποστάσεις, ζέστη ανεβαίνει από την άσφαλτο και ιδρώτας κατεβαίνει από το κούτελο. Ουρές για μία αίτηση, ένα επίδομα. Και σιωπή βαριά, σιωπή της παραίτησης, του μάταιου κόπου. Ακόμα και τα όνειρα σιωπηλά πλέον δεν δραπετεύουν, κουρνιάζουν σε σκοτεινά φυλλώματα και σε τέντες με τις άκρες τους σκισμένες. Νύχτες που ακροβατούν ανάμεσα στις κεραίες και στα καλώδια υψηλής τάσης τρέχοντας με κόμη ξέπλεκη σαν της Βερενίκης να προλάβουν την βραδινή σπορά των αστεριών, νύχτες που πια δεν κρυφακούν τις σκέψεις, νύχτες παλιών καλοκαιριών αξιέραστες.
Μένω μόνος σε δρόμους νυχτερινούς να γυαλίζουν από το απολυμαντικό κι από τα φώτα που τρεμοσβήνουν. Παρατηρώ τους διαβάτες, δεν με βλέπουν, τους ρωτάω, δεν με ακούν. Πότε θα έρθει το καλοκαίρι; Το καλοκαίρι το παλιό, φορτωμένο με ηλίανθους και φέτες καρπούζι, όπως το τραγουδούσε ο Σαββόπουλος, όπως το περιμένανε τα περιθώρια στα μαθητικά τετράδια, όπως το έδειχναν οι διακοπές στα τηλεοπτικά προγράμματα. Κατεβαίνω σκάλες κυλιόμενες κοιτάζοντας τις φωταγωγημένες οροφές κι αναζητώ το φεγγάρι. Σαν να άκουσα μία σειρήνα μου φάνηκε, ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι.
Οι πολυκατοικίες έχουν ανοίξει τους ακάλυπτους, υδροφόρες τρέχουν βουβά μαζί με τα απορριμματοφόρα, κι όμως δε ακούγεται ήχος. Να είναι φόβος; Τι ήχο έχει άραγε ο φόβος; Τι θέλει να καλύψει η σιωπή. Εικόνες εναλλάσσονται στις κουρτίνες και στις μπαλκονόπορτες. Ψηφιακές αντανακλάσεις ρολογιών κυνηγιούνται στους τοίχους. Το συρτάρι με τα χάπια ξεχείλισε, μία βρύση στάζει στον τέταρτο κι εγώ την ακούω πιστεύοντας ότι θα με αποκοιμίσει. Ξαναγυρίζω νευρικά στο νοτισμένο από τον ιδρώτα σεντόνι, τα νεύρα στις κνήμες συσπώνται. Ανοίγω και πάλι τα μάτια, νοιώθω έναν πόνο ύπουλο, με πονάει η μνήμη μου σήμερα…
Ο Νίκος Μητούσης γεννήθηκε ένα χιονισμένο Φλεβάρη του 1963 σε ένα χωριό της Ροδόπης, τον Ίασμο. Σε ηλικία 18 ετών ήρθε στην Αθήνα όπου συνέχισε τις σπουδές του και παράλληλα εργάστηκε σε πολλές εταιρίες στον οικονομικό τομέα. Είναι λάτρης της φωτογραφίας, της μουσικής και των ταξιδιών. Από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Οι κουρελούδες της Αλισάβας και Από την Μνήμη στην Καρδιά.