Ο κύριος Παναγιώτης, συνταξιούχος μηχανικός, είχε ήδη βγει στην σύνταξη, προτού χτυπήσει η κρίση. Και το Πολυτεχνείο το είχε τελειώσει πριν πλακώσει η χούντα, και τον Νοέμβριο του ΄73, ήταν στην Τζέντα καβάλα σ’ ένα γεωτρύπανο. Και το βράδυ που επιτέλους μίλησε με Ελλάδα, η γυναίκα του, του τα μάσαγε. Τότε δεν είχε καλοκαταλάβει τι είχε συμβεί. Και μόνο όταν ήρθε για τα Χριστούγεννα στην Αθήνα, κι έμαθε ότι ο συμφοιτητής του ο Δημήτρης, ένας ψηλόκορμος κι αψίκορος Σεριφιώτης, ΚΚΕ από κούνια, ένεκα τα μεταλλεία, αγνοείτο, τότε πήρε γραμμή τι κακό τους είχε βρει.
Ο κύριος Παναγιώτης, συνταξιούχος μηχανικός, γύρισε μόνιμα στην πατρίδα, με την πετρελαϊκή κρίση του 78. Σπούδασε την μοναχοκόρη του γιάτρισσα, που να μην έσωνε, γιατί την κέρδισε το Χάρβαρντ και η Αμερική. Κι έτσι όταν πέθανε η γυναίκα του, έμεινε μόνος κι έρημος στην μονοκατοικία του στα όρια Φιλοθέης-Ψυχικού, που είχε αγοράσει κοψοχρονιά το ΄82.
Ο κύριος Παναγιώτης, ως συνταξιούχος πια, έπινε τον καφέ του απαρεγκλίτως κάθε Κυριακή στου Ζonar’s (υπό όποια ονομασία), και διάβαζε Αυγή και Καθημερινή της Κυριακής, εκεί στο τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία. Και τις μέρες της άνω και της κάτω πλατείας, είχε δει τον συμφοιτητή του τον Δημήτρη, να περνάει απέξω με μια σημαία κι ένα πλακάτ και να φωνάζει να φύγουν οι κλέφτες. Αλλά δεν πρόλαβε να του μιλήσει.
Ο κύριος Παναγιώτης συνταξιούχος και χήρος πια, νοίκιασε το σπίτι του με το πίσω κηπάκι που πολύ το αγαπούσε, γιατί δεν του έβγαιναν τα λεφτά, κι έπιασε ένα δυάρι στην Νεάπολη, να μη τον τρώνε και οι δρόμοι και τα ταξί, όπως είπε και στην κοράκλα του, που τον χιλιοπαρακαλούσε να τον πάρει μαζί της, εκεί στο Χιούστον που είχε γίνει πια αρχίατρος μεγάλη και τρανή.
Ο κύριος Παναγιώτης, στο δημοψήφισμα του ΄15, πήρε το ΚΤΕΛ και πήγε και γύρισε αυθημερόν στο χωριό του την Κυπαρισσία, που είχε να πατήσει από την κηδεία της μακαρίτισσας, μόνο και μόνο για να ψηφίσει ΝΑΙ, αλλά το βράδυ όταν τον ρώτησε ο περιπτεράς, δεν τόλμησε να το παραδεχτεί.
Ο κύριος Παναγιώτης κοντοζυγώνει τα 80, κι έχει λίγο τσιμπημένο ζάχαρο και μια μικρή αρρυθμία στην καρδιά. Από τον Μάρτη που πλάκωσε στο κακό, σταμάτησε την Στέλλα, την Βουλγάρα καθαρίστρια, αλλά τα λεφτά της τα βάζει στην τράπεζα ανελλιπώς, έκοψε την Κυριακή στο Zonar’s και την καθημερινή βόλτα στην πλατεία Εξαρχείων, δύο τετράγωνα από το σπίτι. Έβαλε και Netflix, στην 50άρα τηλεόραση που του έκανε δώρο η κόρη, που τώρα πια έχει φτύσει το γάλα της μάνας της, κι έχει να την δει το σπίτι της μήνες ολάκερους, κι εκείνου του τρέμει το φυλλοκάρδι του. Κι όταν εχθές τον πήρε στο τηλέφωνο ο συμφοιτητής του ο Δημήτρης, να του πει πως αυτή η κυβέρνηση, ίδια χούντα κατήντησε, που ακόμα και την πορεία του Πολυτεχνείου απαγόρευσε, τον πιάσανε τα κλάματα που έναν σκύλο στην ζωή του δεν αξιώθηκε να έχει, κι απάντησε, ναι Δημήτρη μου, δίκιο έχεις, ξέρεις από χούντες εσύ, κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Μάρω Κακαβέλα είναι Μηχανολόγος Μηχανικός.