Κι εκεί που είπαμε ότι θα δούμε επιτέλους κάποιες πιο ξέγνοιαστες μέρες ήρθε το μαύρο και σκούρυνε ακόμα περισσότερο. Μπορεί να γίνει πιο μαύρο το μαύρο; Μπορεί, είναι η απάντηση αν δεν υπάρχει το όνειρο και η ελπίδα. Τι ζούμε καθημερινά; Μια άνευ προηγουμένου λεηλασία των ονείρων μας, μια καταδίκη των ελπίδων μας. Μαθαίνουμε, συνηθίζουμε, δεν μας ενοχλεί πια αυτή η σειρήνα που ακούγεται συνέχεια, δεν μας ενοχλεί ο φάρος του ασθενοφόρου που φωτίζει κατά ριπάς τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης και της σκέψης μας.
Πώς να μη σκοτεινιάσει η πόλη; Πένθιμα κατεβασμένα στόρια, κλειστά μαγαζιά, δρόμοι μισοάδειοι, κόσμος σκυφτός και μασκοφορεμένος, εκατομμύρια sms να σφυρίζουν στον ηλεκτρονικό ορίζοντα, κωδικοί άδειας μετακίνησης να εναλλάσσονται διαρκώς, κόσμος να συνωστίζεται για τον ύστατο χαιρετισμό σε ιερωμένους που πρέσβευαν ανοσίες. Ανοσίες και ανοησίες, αντάμα με τα κεριά που σιγοσβήνουν κι αποχαιρετούν όσους καθημερινά μας αποχαιρετούν ομαδόν. Κι εμείς απαθείς θεατές, ζητιανεύουμε ελπίδα από τα ανακοινωθέντα.
Πώς να μη σκοτεινιάσει η σκέψη; Θανατικό γεμίζει ο κόσμος που έπρεπε να είναι κατάφωτος. Πόσο παράταιρα φαντάζουν τα φώτα των γιορτών δίπλα στις σορούς που περιμένουν υπομονετικά στους διαδρόμους, δίπλα στις φωτεινές ενδείξεις των μηχανημάτων υποστήριξης, δίπλα στις τηλεοράσεις που μεταδίδουν έκτακτα ανακοινωθέντα, δίπλα στις οθόνες που φιλοξενούν τηλεδιασκέψεις, δίπλα στις ουρές των συσσιτίων.
Διάττοντες αστέρες στις ειδήσεις η Μαργαρίτα, ο δικηγόρος με τα ξεφαντώματα του, τα πλήθη που συνωστίζονται σε πλατείες, τα δάκρυα του λαού στην Αργεντινή στην πάνδημη κηδεία ενός θρύλου, και μετά σιωπή και μετά το τέρμα (2). Και ξανά σκοτάδι.
Ξανά αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους (3), μαυροφορεμένες από χρόνια, πώς αντέχεται αυτός ο πόνος του ξεριζωμού, πώς φορτώνεται μια ζωή σε δυό γέρικους ώμους; Πώς να αντικρίσεις αυτά τα άδεια βλέμματα;
Πού είναι ο Αινείας να σηκώσει στους ώμους τον γέροντα πατέρα του Αγχίση πρώτα και μετά τα ιερά ξόανα φεύγοντας από την κατεστραμμένη Τροία; Δεν υπάρχει πια Ίλιον, δεν υπάρχουν Αινειάδες, γεμάτοι οι δρόμοι άταφους νεκρούς και τα ιερά και τα όσια να τα αγκαλιάζουν φλόγες από δικών τα χέρια αντρειωμένες. Δεν υπάρχει πια Καρχηδόνα και Διδώ να βοηθήσουν.
Μια Αρμενία νικημένη, ρακένδυτη, περήφανη και προδομένη. Πώς καις το βιός σου για να μη το παραδώσεις, πως μαζεύεις τα κομμάτια μιας ζωής από την λάσπη και ξεκινάς; Μεγάλος ο δρόμος της προσφυγιάς, μεγάλος ο πόνος του χαμού κι η Αρμενία καλά τα γνωρίζει και τα δυό.
Πνίγεται η φωνή μου, νιώθω την αλμύρα από το δάκρυ να κυλάει μέσα μου μαζί με το αίμα μου, κλείνω τα μάτια μου, όχι για να μη δω, αλλά για να με πάρει επιτέλους ο ύπνος. Δεν έχω όνειρα. Μου τα κλέψανε. Εικόνες έχω αντί για όνειρα, αναμνήσεις σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες, λέξεις κουβαλάω μέσα μου, λέξεις που κρύφτηκαν σε στεναγμούς, ψίθυρους, θέλω να ονειρευτώ, σφίγγω τα βλέφαρα.
Στροβιλίζομαι, ξεκρεμώ έναν μαύρο μανδύα γυαλιστερό κι ακροπατώ στα σύννεφα. Αφέγγαρη η νύχτα απόψε, γυαλίζουν κάτω οι κοίτες των ποταμών, τα κεριά από τις πένθιμες πορείες των ανθρώπων, τα φώτα από τις ατέλειωτες φάλαγγες των αυτοκινήτων, τα σπίτια και τα χωριά που ακόμα σιγοκαίγονται. Στο διπλανό σύννεφο ένας ασπρομάλλης παίζει duduk (4), στο ποτάμι με παρακινεί, στο ποτάμι.
Στην ακροποταμιά παίζουν τρία μικρά παιδιά που το καθένα κρατάει μια κορδέλα, μια κόκκινη, μια μπλε και μια πορτοκαλί (5), κόκκινη για το αίμα που χύθηκε άφθονο και πάλι, μπλε για τον ουρανό και πορτοκαλί για την ελπίδα που πάντα θα κουβαλάνε μέσα τους, πίσω μας, πολύ μακριά είναι το Αραράτ για να μπορέσω να τους φέρω ένα περιστέρι για να ελπίζουν, δεν μπορώ όμως, μόνο να χαμογελάσω από ψηλά μπορώ.
Καθρεφτίζεται η νύχτα στα μαύρα νερά του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, προχωράνε οι πένθιμες πομπές και μεγαλώνουν τα παιδιά που παίζουν με τις κορδέλες, που όλο μπερδεύονται και μπλέκονται, τι όμορφα αλήθεια που γυαλίζει η ελπίδα στο σκοτάδι… άλλη φωνή τώρα πλάι μου τραγούδια λέει αρμένικα…
Κι εγώ συνεχίζω την πορεία μου πάνω από στατιστικές και διαψεύσεις και κρούσματα και αγχολυτικά και σημειώσεις και βιντεοκλήσεις γρήγορες βιαστικές και υποσχέσεις, να μη φέρουν δώρα οι μάγοι φέτος, δεν τα θέλω, εμβόλια να φέρουν.
¹ Από στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου
(2) Από στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου
(3) Από στίχο του Μάνου Ελευθερίου
(4) Το εθνικό όργανο της Αρμενίας
(5) Τα χρώματα της αρμένικης σημαίας
Ο Νίκος Μητούσης είναι συγγραφέας.
Από τις εκδόσεις ΧΑΡΤΙΝΗ ΠΟΛΗ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του
«Οι κουρελούδες της Αλισάβας» και «Από την μνήμη στην καρδιά»