Ένας μανδύας γυαλιστερός και σκοτεινός ο φόβος μας για το άγνωστο που μας τύλιξε, που βάρυνε τα βήματα μας αλλά μάθαμε να ζούμε μ’ αυτόν, να μη τρομάζουμε στο θρόισμα του, να κρύβουμε στις πτυχές του τις εικόνες από τα λυόμενα νοσοκομεία της Ισπανίας, να σκεπάζουμε τα φώτα από τις νυκτερινές φάλαγγες του Μπέργκαμο, να αποστρέφουμε το βλέμμα από τις αζήτητες σορούς στις Ηνωμένες πολιτείες. Τώρα προχωράμε, ψηλαφιστά και πάλι, αλλά προχωράμε στο σύθαμπο που άφησε το 2020. Θάνατος βουβός και σταθερός σαν πάχνη πρωινή κατακαθίζει, ανατριχιάζει το δέρμα μας μα το μυαλό μας πια μόνο να θυμάται αντέχει.
Σκοτάδι συμπαγές και απειλητικό, να προκαλεί και να υπνωτίζει. Απαγορεύσεις πρωτόγνωρες σκληρές, λέξεις καινούργιες κι αριθμοί, παιχνίδια σε μια Άνοιξη που μόνο Άνοιξη δεν θύμιζε. Δοκιμασία αντοχής ήταν, από τις πιο σκληρές. Να δοκιμάζονται εποχές, να δοκιμάζονται υποστάσεις. Συναισθήματα ανερμάτιστα, συνεντεύξεις και οθόνες να μας δυναστεύουν, νερά βαθιά κι αχαρτογράφητα. Μα δεν ναυαγήσαμε. Την προσπεράσαμε την ξέρα. Κι αντί να χαράξουμε καινούργια ρότα, εμείς οι αδαείς ζητήσαμε απ’ τον Αίολο ν’ ανοίξει τον ασκό του, να ξεχυθούν ακράτητοι τριγύρω μας οι ανέμοι.
Λίγες μας φάνηκαν οι δάφνες της πρωτιάς μας και γέμισαν οι δρόμοι μας νεόκοπους προφήτες να διαγκωνίζονται μ’ επαναστάτες μ’ αδειανές φαρέτρες, μ’ αρνητές να διαλαλούν πραμάτειες κίβδηλες, και λόγια, λόγια παντού, λόγια που ζητούσε το πλήθος, λόγια πολλά κι έργο κανένα. Όλοι αυτοί που στέκονταν με υψωμένη την γροθιά και διερρήγνυαν τα ιμάτια τους σαν Ιουδαίοι φωνασκώντας και αλαλάζοντας, τα βράδια σιωπηλοί γυρνούσανε στην ζεστασιά τους, στην ασφάλεια και την βολή τους, αφήνοντας τις αγριάδες στο κατώφλι, ήσυχα, χωρίς ν’ ακούνε τις εκκλήσεις για βοήθεια.
Θέλει καρδιά και θάρρος να βάλει ένας το στήθος του φραγή, ν’ αντισταθεί, να πολεμήσει. Κι αν όλα αυτά που οι άλλοι πολεμούν κι αυτός δεν τα πιστεύει, τι το πιο εύκολο να τους αποδείξει ότι δεν υπάρχουν κατατροπώνοντάς τα. Κανένας δεν φάνηκε. Κι εμείς δεν πολεμήσαμε, άλλα μηχανευτήκαμε, πώς να παρακάμψουμε τα μέτρα, άλλα προσπαθήσαμε, πώς να τα φέρουμε στα μέτρα μας. Γιατί τι αξία έχει η επανάσταση αν δεν συνοδεύεται με καφέ στο χέρι; Τι σημασία έχει η άθληση αν δεν είναι σε κοινή θέα; Κόντρα για την κόντρα, παντού, στις συγκεντρώσεις, στα παγκάκια, στις παρέες που ξαφνικά δεν μπορούσαμε χωρίς. Μια ξεφτισμένη παντιέρα η κριτική κι όλοι να πασχίζουμε να μπούμε από κάτω, άλλοι με τα μέτρα ν’ αντιδρούν και σ’ άλλους να μην φτάνουν.
Μα δε φταίγαμε μόνο εμείς, όχι. Φταίγανε κι άλλοι πιο τρανοί, που άμαθοι σε τέτοιες πρωτόγνωρες κακοτοπιές αντιδρούσαν σπασμωδικά. Δεν ήταν η γνώση μόνο που έλειπε. Δεν ήταν η αδυναμία διαχωρισμού κόστους ζημιάς και κόστους ελέγχου. Ήταν η απουσία ατομικής ευθύνης. Ήταν η άρνηση ένταξης στο κοινωνικό σύνολο. Ήταν οι χιλιάδες θεωρίες αμφίβολης προέλευσης και σκοπού που μας κατέκλυσαν. Ούτε ανοσία αγέλης καταφέραμε να αποκτήσουμε ούτε ανοσία στην ανοησία.
Και είχαμε αρκετή από αυτή. Στα διλήμματα που βγήκαν από το πουθενά, μάσκες ή υποσιάγωνα; Θεία κοινωνία ή αποχή; Και στο προαιώνιο, Θρησκεία ή επιστήμη; Να σέρνουν οι παπάδες τον χορό της επανάστασης με τα κόκκινα λάβαρα αδερφωμένοι, «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» και η γροθιά υψωμένη. Εξορισμένα τα υγειονομικά μέτρα από επίσημες συγκεντρώσεις, από εγκαίνια, από γάμους, από κηδείες από πάρτι κρυφά και φανερά ποτισμένα στο μεθύσι της επανάστασης.
Και το δεύτερο κύμα προ των πυλών όπως φωνάζανε όλοι που τους είπαμε Κασσάνδρες γιατί δεν μας αρέσανε τα λόγια τους. Τι κάναμε εμείς; Μείναμε με την μάσκα στο χέρι, με την μάσκα στην τσέπη, με την μάσκα στον αγκώνα να δίνουμε άλλον αγώνα, να ψάχνουμε κερκόπορτες στις απαγορεύσεις, ν’ αναζητάμε σαν σύγχρονα συγχωροχάρτια τις βεβαιώσεις μετακίνησης, να κάνουμε αυτό που μας αρέσει και μας ξεχωρίζει απ’ όλους, ενεργοί πολίτες; Όχι βέβαια.
Η πιο μεγάλη κρίση μετά τον πόλεμο αλωνίζει ανενόχλητη, σέρνει ξοπίσω της ανεργία, φέρνει αποκλεισμούς, ρημάζει ψυχικά τον κόσμο. Όλοι το βλέπουμε, κανένας δεν το αρνείται. Άλλη αντιμετώπιση απαιτεί, απαιτεί ενδοσκόπηση, απαιτεί επανεκτίμηση αξιών, απαιτεί επαναπροσδιορισμό της ισορροπίας της ζωής, απαιτεί μετάβαση από το εγώ στο συλλογικό εμείς. Δεν υπάρχει επισιτιστική κρίση, ευτυχώς, δεν υπάρχουν πολιτικές διώκεις, δεν υπάρχουν πόλεμοι κι εξορίες εξαιτίας της. Ιός υπάρχει, ιός θανατηφόρος, μεταλλασσόμενος, ραγδαία μεταδιδόμενος, αυτός είναι ο εχθρός. Αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε όπως πρέπει όλοι ενωμένοι.
Με σωστή προετοιμασία, με σωστό προγραμματισμό, χωρίς κινήσεις εντυπωσιασμού, χωρίς μικροκομματικά οφέλη, με μέτρα σωστά, όχι ημίμετρα. Κι αν πρέπει με φόβο των ποινών να συμμορφωθούμε, «γεννέσθω» όπως υπέγραφε η Κλεοπάτρα στους παπύρους, «γεννέσθω» αν από μόνοι μας δεν μπορούμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Τώρα λοιπόν που πέρασε ο καιρός των ρεβεγιόν, που τόσο μας απασχόλησαν πιο πολύ κι από τη ζωή την ίδια, τώρα είναι καιρός να ανατρέξουμε στον χρόνο που πέρασε, να αγκαλιάσουμε τα λάθη μας, να διδαχτούμε από αυτά, να μην τα επαναλάβουμε. Τώρα που η ελπίδα αχνοφαίνεται κι ακούμε άλλα βήματα να πλησιάζουν, βήματα δειλά της Άνοιξης των εμβολίων.